Κορωνοϊός: H «σούπερ ανοσία» μας προστατεύει περισσότερο από τις επαναλοιμώξεις

  • Ρούλα Τσουλέα
κορωνοϊός
Ο εμβολιασμός εναντίον της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός μπορεί να μειώνει σημαντικά και για πολύ καιρό τον κίνδυνο επαναλοίμωξης στα άτομα που είχαν νοσήσει πριν εμβολιαστούν, σύμφωνα με δύο νέες μελέτες.

Το εύρημα αυτό ενισχύει την άποψη πως, όταν άνθρωποι που είχε νοσήσει ο κορωνοϊός (φυσική ανοσία), εμβολιάζονται εναντίον του (επίκτητη ανοσία), αποκτούν μια νέα, ενισχυμένη «σούπερ» ανοσία: την υβριδική ανοσία.

Η πρώτη από τις νέες μελέτες διεξήχθη στο Ισραήλ, μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 2021. Σε αυτήν εντάχθηκαν 149.032 άτομα, ηλικίας 16 ετών και άνω, που νόσησαν από COVID μεταξύ Αυγούστου 2020 και Μαΐου 2021.

Έως το τέλος της περιόδου παρακολουθήσεως, οι 83.356 από αυτούς είχαν εμβολιαστεί με το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech και οι υπόλοιποι 65.676 όχι. Όπως έδειξαν τα στοιχεία, οι επαναλοιμώξεις ήταν τέσσερις φορές συχνότερες μεταξύ όσων δεν εμβολιάστηκαν. Ειδικότερα, καταγράφηκαν:

  • 354 περιστατικά επαναλοίμωξης στους εμβολιασμένους εθελοντές
  • 2.168 περιστατικά επαναλοίμωξης στους ανεμβολίαστους εθελοντές

Η αναλογία των επαναλοιμώξεων σε κάθε μία από τις δύο ομάδες ήταν:

  • Για τους εμβολιασμένους: 2,46 περιστατικά ανά 100.000 άτομα την ημέρα
  • Για τους ανεμβολίαστους: 10,21 περιστατικά ανά 100.000 άτομα την ημέρα

Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι η πρόσθετη προστασία από τον εμβολιασμό ήταν παρόμοια είτε οι εθελοντές είχαν κάνει μία είτε και τις δύο αρχικές δόσεις του εμβολίου.

Δεύτερη μελέτη

Η δεύτερη μελέτη διεξήχθη στη Βρετανία. Συμπεριέλαβε 35.768 άτομα, μέσης ηλικίας 46 ετών. Το 27% εξ αυτών (οι 9.488) είχαν νοσήσει από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας (την άνοιξη του 2020).

Η ανάλυση των στοιχείων άρχισε τον Δεκέμβριο του 2020 και ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021. Μέχρι το τέλος της περιόδου παρακολουθήσεως, το 94,9% των συμμετεχόντων είχαν εμβολιαστεί εναντίον της COVID. Επιπλέον, είχαν καταγραφεί 210 επαναλοιμώξεις.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, η φυσική ανοσία (δηλαδή αυτή από τη νόσηση) έφθινε σε έναν χρόνο στα άτομα που δεν εμβολιάστηκαν. Ωστόσο παρέμεινε υψηλή σε όσους προχώρησαν σε εμβολιασμό, ακόμα κι αν αρχικά είχαν νοσήσει 18 μήνες νωρίτερα ή περισσότερο.

Ειδικότερα, μεταξύ των εθελοντών που δεν είχαν ιστορικό προηγούμενης COVID, οι δύο δόσεις των εμβολίων Pfizer/BioNTech ή AstraZeneca μείωναν τον κίνδυνο λοίμωξης:

  • Κατά 85% στους δύο μήνες από τον εμβολιασμό
  • Κατά 51% στους έξι μήνες από τον εμβολιασμό

Ωστόσο στα άτομα που είχε μολύνει ο κορωνοϊός κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, η προστασία ήταν πάνω από 90% για περισσότερο από έναν χρόνο μετά τον εμβολιασμό.

Ποικίλα αντισώματα

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η υβριδική ανοσία είναι πιο αποδοτική από τη φυσική ή από την επίκτητη μεμονωμένη, λένε οι ερευνητές. Αυτό αποδίδεται στο ότι με τις δύο διαφορετικές διεγέρσεις, το ανοσοποιητικό παράγει ποικίλα αντισώματα που του επιτρέπουν να εξουδετερώνει περισσότερες παραλλαγές του κορωνοϊού.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν ένα πλήρως εμβολιασμένο άτομο, κάνει την τρίτη ενισχυτική δόση από τα εμβόλια. Ωστόσο η διαδικασία είναι πολύ ταχύτερη με τη νόσηση που ακολουθείται από εμβολιασμό.

Ωστόσο τα νέα ευρήματα επ’ ουδενί λόγω σημαίνουν ότι κάποιος πρέπει να προσπαθήσει να πάθει επίτηδες COVID. Ει μη τι άλλο, ο κορωνοϊός είναι εντελώς απρόβλεπτος και ουδείς γνωρίζει πόσο σοβαρά θα αρρωστήσει από αυτόν. Ούτε γνωρίζει αν και τι είδους κατάλοιπα θα του αφήσει μετά την ανάρρωση. Είναι ένα ρίσκο που δεν αξίζει τον κόπο να πάρει κανείς, προειδοποιούν.

Επιπλέον, και οι δύο μελέτες διεξήχθησαν πριν από την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον, που επικρατεί αυτή την εποχή. Ισχύουν άραγε τα νέα ευρήματα και γι’ αυτήν;

«Η παραλλαγή Όμικρον που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός είναι πολύ πιο μεταδοτική από τις προηγούμενες. Έχει επίσης πολύ υψηλά ποσοστά επαναλοιμώξεων», απαντά ο Dr. Ronen Arbel, επικεφαλής ερευνητής της μελέτης του Ισραήλ. «Εικάζουμε ότι τα ευρήματά μας ισχύουν και γι’ αυτήν, αλλά δεν το έχουμε αποδείξει ακόμα».

Και οι δύο νέες μελέτες δημοσιεύονται στην κορυφαία ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.

Φωτογραφία: iStock