Πώς η βιταμίνη D επηρεάζει την ανάπτυξη ενός παιδιού

  • Μιχάλης Θερμόπουλος
βιταμίνη D
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που είναι απαραίτητη για τη συνολική υγεία.

Το σώμα παράγει βιταμίνη D όταν το δέρμα εκτίθεται άμεσα στο ηλιακό φως και μπορεί επίσης να ληφθεί από ορισμένες τροφές, όπως λιπαρά ψάρια και εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Μια πρόσφατη μελέτη από επιστήμονες στην Σχολή Ιατρικής Joan C. Edwards του πανεπιστημίου Marshall έδειξε, ότι η έκθεση σε μεταβαλλόμενα επίπεδα βιταμίνης D ή/και θυρεοειδικών ορμονών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού ακόμη και μετά τη γέννηση.

Διεξήχθη μια αναδρομική μελέτη για να εξετάσει τη συσχέτιση μεταξύ 20 διαφορετικών βασικών στοιχείων, επιπέδων θυρεοειδικής ορμόνης και επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα του ομφάλιου λώρου που συλλέχθηκε κατά τη γέννηση και αργότερα σε τακτά αναπτυξιακά στάδια ενός παιδιού.

Τα επίπεδα συγκρίθηκαν με τα αποτελέσματα των εξετάσεων σε παιδιά που διεξήχθησαν από τη γέννηση έως την ηλικία των 5 ετών.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Biomedicine & Pharmacotherapy, έδειξαν ότι:

  • η βιταμίνη D συσχετίστηκαν με καθυστέρηση στην ανάπτυξη της κινητικότητας του παιδιού
  • τα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών συσχετίστηκαν με τη γνωστική του ανάπτυξη
  • ορισμένα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, ο χαλκός και το μαγγάνιο συσχετίστηκαν με την ανάπτυξη της γλώσσας, των γνωστικών ή κινητικών δεξιοτήτων

“Η μελέτη μας καταδεικνύει τη σημασία του ενδομήτριου περιβάλλοντος”, δήλωσε ο δρ. Jesse Cottrell, επίκουρος καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή Joan C. Edwards και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

“Η μελέτη βρήκε πολλαπλές συσχετίσεις μεταξύ βασικών και τοξικών στοιχείων του ομφάλιου λώρου, των επιπέδων του θυρεοειδούς και της βιταμίνης D στην παιδική ανάπτυξη για μακρό χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση”, πρόσθεσε.

“Πολύ λίγη υπάρχουσα έρευνα ασχολείται με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών από την ενδομήτρια έκθεσή τους”, δήλωσε η δρ. Monica Valentovic, καθηγήτρια βιοϊατρικών επιστημών και συντονίστρια ερευνητικών ομάδων στην Ιατρική Σχολή Joan C. Edwards και συν-συγγραφέας της μελέτης.

“Με τα αρχικά δείγματα αίματος ομφάλιου λώρου που συλλέχθηκαν το 2013, η μακροχρόνια παρακολούθηση των αναπτυξιακών αποτελεσμάτων προσθέτει σημαντικά στη βιβλιογραφία”, πρόσθεσε.

Πηγή: https://scitechdaily.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βιταμίνη D: Πόσο μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και σε ποιους

Βιταμίνη D: Πώς το σωματικό βάρος αλλάζει τον αντίκτυπό της στην υγεία μας

Η βιταμίνη D έχει προστατευτική δράση ενάντια στο μελάνωμα

φωτό: iStock