Κορωνοϊός: H long COVID αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως σοβαρών χρόνιων παθήσεων

  • Ρούλα Τσουλέα
κορωνοϊός
Ανησυχητικά ευρήματα από νέα, μεγάλη μελέτη σε ανθρώπους που είχαν επίμονα συμπτώματα μετά την COVID-19

Η λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός αφήνει πολλούς ασθενείς με εύθραυστη υγεία, με συνέπεια να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν σοβαρά, χρόνια νοσήματα, προειδοποιούν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.

Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να χάσουν πρόωρα τη ζωή τους.

Τα ευρήματα αυτά προέρχονται από νέα μελέτη, στην οποία εξετάστηκε η έκβαση μερικών χιλιάδων ασθενών τους οποίους νόσησε ο κορωνοϊός το 2020. Όλοι τους είχαν διαγνωστεί μετά την ανάρρωση με εμμένουσα COVID ή long COVID. Δηλαδή με συμπτώματα που σχετίζονται με την αρχική λοίμωξη και επιμένουν στον χρόνο.

Η λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός έχει μέση διάρκεια περίπου 2 εβδομάδες. Στις σοβαρές περιπτώσεις η μέση διάρκειά της είναι περίπου 6 εβδομάδες. Πολυάριθμες μελέτες, όμως, έχουν δείξει ότι υπάρχει μία υποομάδα ασθενών, οι οποίοι χρειάζονται πολύ περισσότερο από 6 εβδομάδες για να αναρρώσουν.

Οι άνθρωποι αυτοί μόνο λίγοι δεν είναι. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν το 10% έως 25% όλων των ασθενών που νόσησε ο κορωνοϊός. Οι ασθενείς αυτοί ταλαιπωρούνται από νέα, υποτροπιάζοντα ή συνεχιζόμενα συμπτώματα που σχετίζονται με την COVID-19. Πολλοί, δε, βασανίζονται επί μήνες, ακόμα και επί περισσότερο από 1 χρόνο.

Η διάγνωση της εμμένουσας COVID γίνεται με βάση τα επίμονα συμπτώματα που προκαλεί ο κορωνοϊός στους ασθενείς. Σε αυτά οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνονται ένα ή περισσότερα από τα εξής:

  • Κόπωση
  • Βήχας
  • Πόνος (στις αρθρώσεις, στον λαιμό ή/και στο στήθος)
  • Απώλεια γεύσης ή/και όσφρησης
  • Δύσπνοια
  • Θρομβοεμβολικά επεισόδια
  • Νοητικές δυσκολίες
  • Κατάθλιψη

Μερικά από αυτά τα συμπτώματα (π.χ. κόπωση, πόνος) επηρεάζουν την καθημερινότητα των ασθενών. Άλλα (όπως η ανάπτυξη θρομβοεμβολής) αναπτύσσονται υποχθονίως, προκαλώντας ξαφνικά σοβαρά προβλήματα. Η νέα μελέτη εστιάσθηκε σε αυτή την πιο επικίνδυνη κατηγορία.

Η νέα μελέτη

Τα ευρήματά της δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Health Forum. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, εξέτασαν στοιχεία από 13.435 ασθενείς με long COVID και 26.870 άτομα που ουδέποτε είχε μολύνει ο κορωνοϊός. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 50 χρόνια (κυμαινόταν από 18 έως πάνω από 75 ετών). Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (το 51,7%) είχαν ηλικία 45 έως 64 ετών. Το σχεδόν 59% των ασθενών ήσαν γυναίκες.

Και στις δύο ομάδες πολλοί συμμετέχοντες έπασχαν από υποκείμενα προβλήματα υγείας (π.χ. παχυσαρκία, υπέρταση) τα οποία όμως συνυπολόγισαν οι ερευνητές στην ανάλυσή τους.

Όπως διαπίστωσαν, στον πρώτο χρόνο μετά την αρχική διάγνωση της COVID-19, οι ασθενείς με εμμένοντα συμπτώματα είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν νέα προβλήματα υγείας όπως:

  • Καρδιακή αρρυθμία
  • Θρομβώσεις
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο
  • Καρδιοπάθεια
  • Καρδιακή ανεπάρκεια
  • Αναπνευστικά προβλήματα

Τα συχνότερα αναφερόμενα νέα προβλήματα ήταν η καρδιακή αρρυθμία (την εκδήλωσε το σχεδόν 30% των ασθενών) και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (άλλο ένα 30%).

Στην ομάδα των εθελοντών που δεν μόλυνε ποτέ ο κορωνοϊός, καρδιακή αρρυθμία εκδήλωσε το 12,5% των συμμετεχόντων. Αντίστοιχα, ΧΑΠ εκδήλωσε το 16,5%.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Οι πάσχοντες από long COVID που είχαν νοσηλευθεί στο νοσοκομείο κατά την αρχική λοίμωξη, διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για νέα προβλήματα υγείας. Σε αυτή την υποομάδα συμμετεχόντων:

  • Περισσότεροι από τους μισούς εκδήλωσαν καρδιακή αρρυθμία
  • Περισσότερο από το 40% εκδήλωσαν ΧΑΠ
  • Το σχεδόν 30% παρουσίασαν καρδιοπάθεια

Επιπλέον, η θνησιμότητα μεταξύ των πασχόντων από long COVID ήταν υπερδιπλάσια απ’ ό,τι μεταξύ των υγιών εθελοντών. Έφτασε στο 2,8%, έναντι 1,2% στους εθελοντές που δεν μόλυνε ο κορωνοϊός.

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός αφήνει πολλούς ανθρώπους ευάλωτους στην ανάπτυξη σοβαρών παθήσεων. Επομένως για τον τουλάχιστον πρώτο χρόνο μετά από αυτήν, είναι απαραίτητο να παρακολουθείται στενά η υγεία των ατόμων υψηλού κινδύνου, ιδίως όσον αφορά την καρδιαγγειακή και πνευμονική κατάστασή τους, τονίζουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.

Φωτογραφία: iStock