Καρκίνος του στόματος: App για smartphone μπορεί να βελτιώνει την διάγνωση

  • Ρούλα Τσουλέα
καρκίνος του στόματος
Τι έδειξε μελέτη για τη δυνατότητα χρήσης της εφαρμογής από κατάλληλα εκπαιδευμένους εργαζομένους στην υγεία. Τι προβλήματα επιλύονται σε περιοχές με περιορισμένους πόρους για την υγεία και την περίθαλψη του πληθυσμού.

Ο καρκίνος του στόματος αποτελεί έναν από τους πιο συχνούς τύπους καρκίνου. Παγκοσμίως καταγράφονται κάθε χρόνο περίπου 380.000 νέα περιστατικά. Η νοσηρότητα και η  θνησιμότητα είναι υψηλές, καθώς καταγράφονται και 180.000 θάνατοι ετησίως.

Παρά τις σημαντικές προόδους στη θεραπευτική αντιμετώπιση, τα ποσοστά πενταετούς επιβίωσης παραμένουν χαμηλά. Σε πολλές μελέτες δεν ξεπερνούν το 50%. Το γεγονός αυτό σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με καθυστερήσεις στην ανίχνευση, που οδηγούν σε διάγνωση σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, αναφέρουν ειδικοί από το ΕΚΠΑ.

Η δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα θα μπορούσε να αντιστραφεί μέσω της πρωτογενούς και της δευτερογενούς πρόληψης. Η πρωτογενής πρόληψη είναι η αποφυγή έκθεσης σε γνωστούς καρκινογόνους παράγοντες, όπως:

  • Το κάπνισμα
  • Η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών

Η δευτερογενής πρόληψη του καρκίνου του στόματος αναφέρεται στην έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή σε προσυμπτωματικό στάδιο όταν σχετίζεται με σαφώς καλύτερη πρόγνωση.

Αυτό είναι εφικτό, δεδομένου ότι πολύ συχνά τα κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος αναπτύσσονται σε έδαφος προκαρκινικών βλαβών, συνηθέστερα λευκοπλακίας ή ερυθροπλακίας. Η διάγνωση και αντιμετώπιση αυτών των βλαβών μπορεί να αποτρέψει την κακοήθη εξαλλαγή τους.

Επιπλέον, η έγκαιρη ανίχνευση αυτών των βλαβών διευκολύνεται από την εντόπισή τους στη στοματική κοιλότητα, δηλαδή σε μία ανατομική περιοχή άμεσα προσιτή στην επισκόπηση και την ψηλάφηση.

Πρακτικές δυσκολίες

Ωστόσο η εφαρμογή των αρχών της δευτερογενούς πρόληψης συχνά προσκρούει σε πρακτικές δυσκολίες και, ειδικότερα, στην απουσία προγραμμάτων διαλογής (screening) του γενικού πληθυσμού για τον καρκίνο του στόματος.

Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα διογκωμένο σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η πρόσβαση του πληθυσμού σε κατάλληλες δομές υγείας και σε εξειδικευμένους γιατρούς εμφανίζει σημαντικούς περιορισμούς.

Στις δυσχέρειες αυτές έρχεται να προσφέρει μία πιθανή λύση μία νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε προσφάτως στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Network Open.

Η μελέτη διεξήχθη στην Ινδία, μία χώρα που μαστίζει ο καρκίνος του στόματος. Στην πραγματικότητα, το περίπου ένα τρίτο των περιπτώσεων παγκοσμίως καταγράφεται σε αυτήν.

Η νέα μελέτη

Οι ερευνητές ενέταξαν στη μελέτη τους 1.200 εθελοντές, για να εξετάσουν τις δυνατότητες που προσφέρει η χρήση μίας εφαρμογής κινητού τηλεφώνου για την οπτική διαλογή (visual screening) και αναγνώριση βλαβών του στόματος από εργαζόμενους υγείας στην κοινότητα (community health workers), μετά από κατάλληλη εκπαίδευση και αρχική επιτήρηση από οδοντιάτρους.

Οι εθελοντές που εξετάστηκαν μέσω της εφαρμογής από τους εκπαιδευμένους εργαζομένους υγείας, είχαν ηλικία 30 ετών και άνω ή είχαν ηλικία κάτω των 30 ετών αλλά ήταν χρήστες τσιγάρων. Οι 1.018 από αυτούς εξετάστηκαν επίσης από οδοντιάτρους για να διασταυρωθεί η αξιοπιστία του ελέγχου από τους εργαζομένους υγείας.

Τα ευρήματα της μελέτης κατέδειξαν ότι η μέθοδος αυτή έχει τη δυνατότητα να ανιχνεύει με υψηλή αξιοπιστία τις ύποπτες βλάβες του στόματος. Επομένως, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ως εναλλακτική προσέγγιση για τη διαλογή (screening) για καρκίνο του στόματος σε χώρες και περιοχές με περιορισμένους πόρους για την υγεία και την περίθαλψη του πληθυσμού, εκτιμούν οι ειδικοί.

Στη χώρα μας, βέβαια, όπως και σε άλλες ανεπτυγμένες κοινωνίες, η έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του στόματος και των προκαρκινικών του σταδίων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ενδοστοματική κλινική εξέταση όλων των ασθενών που προσέρχονται για οδοντιατρική περίθαλψη.

Αν λάβουμε υπόψη ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακολουθεί τις γενικές συστάσεις για εξαμηνιαίο ή έστω ετήσιο οδοντιατρικό έλεγχο, ο οδοντίατρος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για την ανίχνευση ποικίλων στοματικών βλαβών, οι οποίες είναι πιθανώς ασυμπτωματικές και άγνωστες στον ασθενή.

Φωτογραφία: iStock