Επίμονη ζάλη: Τι συμβαίνει όταν νιώθετε συνεχώς πως χάνετε την ισορροπία σας

  • Ρούλα Τσουλέα
ζάλη
Τι είναι, πώς εκδηλώνεται και πώς αντιμετωπίζεται η επίμονη ζάλη στάσης-αντίληψης.

Η χρόνια ζάλη είναι βασανιστική για τους ασθενείς, καθώς μπορεί να πλήξει την καθημερινότητα και την ποιότητα της ζωής τους. Οι ασθενείς μπορεί να νιώθουν ότι ζαλίζονται για ώρες ή ημέρες κάθε φορά, ενώ σταδιακά αναπτύσσουν φόβο ότι θα πέσουν και περιορίζουν την κινητικότητά τους.

Όταν η ζάλη αυτή δεν συνοδεύεται από ναυτία, μπορεί να είναι επίμονη ζάλη στάσης-αντίληψης (Persistent postural-perceptual dizziness ή PPPD). Πρόκειται για ένα είδος χρόνιας ζάλης που προκαλείται από αιφνίδια αλλαγή  στην ικανότητα του εγκεφάλου να ερμηνεύει τον χώρο και την κίνηση.

Η διαταραχή αυτή συνήθως ενεργοποιείται μετά από ένα ανησυχητικό συμβάν, όπως:

  • Η πρώτη κρίση πανικού
  • Η αιθουσαία ημικρανία
  • Ένα επεισόδιο έντονου ιλίγγου ή ζάλης
  • Ακόμα και μια λιποθυμία

Όταν τελειώσει αυτό το πρώτο επεισόδιο, φυσιολογικά ο εγκέφαλος θα έπρεπε να επιστρέψει στην κανονική λειτουργία του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, αλλά αντιθέτως ο ασθενής εξακολουθεί να έχει αίσθημα ζάλης ή αστάθειας. Το αίσθημα αυτό μπορεί να είναι παρόν σχεδόν όλη την ώρα ή περιοδικά να υποχωρεί ή να εντείνεται.

Την ζάλη επιδεινώνουν συγκεκριμένες στάσεις του σώματος – λ.χ. το να κάθεται ο πάσχων ή να στέκεται όρθιος και να παρακολουθεί με το βλέμμα του πολύπλοκα μοτίβα ή σύνθετες κινήσεις.

Το επακόλουθο είναι οι ασθενείς να φοβούνται συχνά μήπως χάσουν την ισορροπία τους ή πέσουν. Μπορεί επίσης να αποφεύγουν καταστάσεις που επιδεινώνουν τα συμπτώματά τους, σε σημείο που αυτό να αρχίσει να δυσχεραίνει τη ζωή και την καθημερινότητά τους.

Γενικά «αποφεύγουν την κίνηση, γεγονός που επιδεινώνει τη ζάλη τους, εισερχόμενοι έτσι σε έναν φαύλο κύκλο», αναφέρει ο ωτορινολαρυγγολόγος Γεώργιος Κωνσταντινίδης, διευθυντής της Δ’ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής και Κλινική Χειρουργικής Κεφαλής & Τραχήλου στο νοσοκομείο Metropolitan General.

Πώς προκαλείται

Πώς προκαλείται όμως η επίμονη ζάλη στάσης-αντίληψης; «Εάν ο εγκέφαλος πιστεύει ότι μπορεί να κινδυνεύσουμε να πέσουμε, αντιδρά αυτόματα για να μας προστατεύσει», απαντά.

Σκεφτείτε πώς αισθάνεστε όταν περπατάτε στον πάγο ή στέκεστε σε μια σκάλα. Το σώμα σας σκληραίνει, κάνετε πιο μικρά βήματα και εστιάζετε στο να μείνετε όρθιοι. Ταυτοχρόνως, το σύστημα ισορροπίας του οργανισμού χρησιμοποιεί λιγότερες πληροφορίες από το αιθουσαίο σύστημα (αυτιά) και περισσότερες από το σύστημα της όρασης (μάτια).

«Κανονικά, όταν τελειώσει ο κίνδυνος πτώσης (όταν π.χ. σταματήσουμε να περπατούμε σε παγωμένη επιφάνεια), το σύστημα ισορροπίας επιστρέφει στο φυσιολογικό. Αλλά σε ανθρώπους που πάσχουν από PPPD, ο εγκέφαλος παραμένει σε κατάσταση «υψηλού κινδύνου», ακόμα και αν δεν απειλείται η ισορροπία μας», συνεχίζει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Η δυσλειτουργία αυτή οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο, διότι:

  • Ανησυχούμε για την πτώση και δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στη διατήρηση της ισορροπίας μας
  • Ο εγκέφαλος παραμένει σε εγρήγορση και βασίζεται περισσότερο στα οπτικά ερεθίσματα
  • Πολύπλοκα οπτικά μοτίβα και κίνηση υποδηλώνουν ότι μπορεί να κινδυνεύουμε να πέσουμε

Η περιγραφή αυτή μπορεί να δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση πως η επίμονη ζάλη στάσης-αντίληψης βρίσκεται απλώς «στο μυαλό μας». Τα συμπτώματά της, όμως, είναι αληθινά.

«Η κατάσταση έχει κάποια κοινά σημεία με τις αγχώδεις διαταραχές, αλλά δεν είναι ψυχιατρική διαταραχή. Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει διαφορές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου σε άτομα με PPPD, σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν PPPD. Αυτές οι διαφορές μπορεί να δυσκολέψουν τον εγκέφαλο να ενσωματώσει διαφορετικές πηγές πληροφοριών και να αξιολογήσει σωστά τις απειλές», επισημαίνει ο ειδικός.

Η διάγνωση

Η διάγνωση της επίμονης ζάλης στάσης-αντίληψης δεν βασίζεται σε κάποια ειδική δοκιμασία. Δεν είναι, όμως, ούτε μία διάγνωση αποκλεισμού, δηλαδή μια διάγνωση που γίνεται όταν δεν μπορεί να βρεθεί άλλη αιτία που να δικαιολογεί τα συμπτώματα του πάσχοντος.

Αντιθέτως, η διάγνωση βασίζεται σε συγκεκριμένα κλινικά κριτήρια, τονίζει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Η PPPD μπορεί να επικαλύπτεται και να συνυπάρχει με άλλες αιθουσαίες διαταραχές, όπως η νόσος Ménière. Η παρουσία αυτών των διαταραχών επίσης πρέπει να διερευνάται διαγνωστικά, προσθέτει.

Η θεραπεία

Μόλις τεθεί η διάγνωση, το πρώτο βήμα στη θεραπεία είναι να βοηθηθεί ο πάσχων να κατανοήσει τι προκαλεί την επίμονη ζάλη στάσης-αντίληψης. Πρέπει επίσης να καταλάβει με ποιον τρόπο ερμηνεύει ο εγκέφαλος λανθασμένα τα φυσιολογικά ερεθίσματα ισορροπίας ως απειλή.

«Η γνώση του τι συμβαίνει θα βοηθήσει τους ασθενείς να νιώσουν καλύτερα και θα τους κινητοποιήσει για πιο ενεργή συμμετοχή στην θεραπεία τους», αναφέρει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Η θεραπεία για την PPPD περιλαμβάνει συνήθως την «επανεκπαίδευση» του εγκεφάλου, μέσω συνδυασμού:

  • Αιθουσαίας αποκατάστασης
  • Στρατηγικών αντιμετώπισης του άγχους
  • Φαρμακευτικής αγωγής
  • Γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας (CBT)

Ιδανικά απαιτείται διεπιστημονική ομάδα ειδικών που θα συνεργασθούν για τη θεραπεία του ασθενούς. «Τόσο η αιθουσαία αποκατάσταση όσο και η CBT απαιτούν εξάσκηση και προσπάθεια από τον ίδιο τον πάσχοντα. Οι θεραπευτές διδάσκουν τις δεξιότητες που απαιτούνται, αλλά οι ασθενείς είναι αυτοί που πρέπει να τις εφαρμόσουν» καταλήγει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Φωτογραφία: iStock