Ελπίδες για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της Νόσου του Crohn

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Τα δεδομένα Φάσης 3 που παρουσιάστηκαν στο 11ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Νόσου Crohn και Κολίτιδας (ECCO) έδειξαν ότι η θεραπεία με ουστεκινουμάμπη προκάλεσε κλινική ανταπόκριση και κλινική ύφεση σε ενήλικους ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο Crohn οι οποίοι προηγουμένως είχαν εμφανίσει αποτυχία ή έλλειψη ανοχής σε μία ή περισσότερες θεραπείες με αναστολέα παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF)-άλφα (πληθυσμός αποτυχίας αντι-TNF).

Η μελέτη Φάσης 3 UNITI-1 της Janssen, που περιέλαβε 741 άτομα με νόσο Crohn, πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της, καθώς οι θεραπευτικές ομάδες της ουστεκινουμάμπης εμφάνισαν σημαντικώς υψηλότερα ποσοστά κλινικής ανταπόκρισης κατά την εβδομάδα 6 σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (p=0.003, p=0.002, αντίστοιχα). Τα κύρια δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία κλινικής ανταπόκρισης κατά την εβδομάδα 8 (p≤0.001) και κλινικής ύφεσης κατά την εβδομάδα 8 (p<0.001, p=0.003, αντίστοιχα) ήταν επίσης σημαντικώς υψηλότερα μεταξύ των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.

Αυτά τα πρόσφατα ευρήματα ακολουθούν τα αποτελέσματα Φάσης 3 της μελέτης UNITI-2, που τεκμηρίωσαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ουστεκινουμάμπης σε ασθενείς στους οποίους η συμβατική θεραπεία είχε προηγουμένως αποτύχει και που στην πλειονότητά τους δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό λήψης αντι-TNF-άλφα θεραπείας. Αιτήσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές για την έγκριση της ουστεκινουμάμπης για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ενεργής νόσου Crohn βρίσκονται επί του παρόντος υπό εξέταση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ουστεκινουμάμπη, που έχει εγκριθεί για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας και της ενεργής ψωριασικής αρθρίτιδας σε πολλές χώρες, είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει τις κυτταροκίνες ιντερλευκίνη (IL)-12 και IL-23, οι οποίες πιστεύεται ότι έχουν ρόλο σε ανοσοδιαμεσολαβούμενες νόσους, όπως η νόσος Crohn.

Ο Καθηγητής Paul Rutgeerts, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής και Πρώην Διευθυντής του Διεπιστημονικού Τμήματος Ενδοσκόπησης του Καθολικού Πανεπιστημίου του Leuven του Βελγίου και μέλος της επιτροπής συντονισμού της ουστεκινουμάμπης στη νόσο Crohn δήλωσε: «Τα αποτελέσματα της μελέτης UNITI-1 αναδεικνύουν ότι η θεραπεία με ουστεκινουμάμπη προκάλεσε κλινική ανταπόκριση και ύφεση σε ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο Crohn στους οποίους η προηγούμενη θεραπεία με αναστολείς TNF είχε αποτύχει. Καθώς δύο μελέτες Φάσης 3 έναρξης θεραπείας τεκμηρίωσαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ουστεκινουμάμπης σε πληθυσμούς χωρίς προηγούμενο ιστορικό θεραπείας με αντι-TNF-άλφα και σε πληθυσμούς με αποτυχία θεραπείας, αναμένουμε με ανυπομονησία τα προσεχή ευρήματα των μελετών συντήρησης. Η ανάγκη επαγωγής και διατήρησης του ελέγχου των συμπτωμάτων της νόσου είναι κεφαλαιώδης κατά την θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου Crohn».

Οι ασθενείς που συμμετείχαν στην μελέτη Φάσης 3 UNITI-1 έλαβαν εφάπαξ ενδοφλέβια (IV) έγχυση εικονικού φαρμάκου, ουστεκινουμάμπης 130 mg ή ουστεκινουμάμπης ~6 mg/kg (διαβάθμιση της δοσολογίας ανάλογα με το βάρος: οι ασθενείς με σωματικό βάρος μικρότερο ή ίσο με 55 kg έλαβαν 260 mg, οι ασθενείς με βάρος μεγαλύτερο των 55 kg και μικρότερο ή ίσο με 85 kg έλαβαν 390 mg και οι ασθενείς με βάρος μεγαλύτερο των 85 kg έλαβαν 520 mg) κατά την εβδομάδα 0. Όλοι οι ασθενείς που εντάχθηκαν στην μελέτη είχαν προηγουμένως εμφανίσει αποτυχία ή έλλειψη ανοχής στη χορήγηση χορήγηση τουλάχιστον μιας θεραπείας αντι-TNF-άλφα, ενώ οι μισοί από τους ασθενείς που εντάχθηκαν στην μελέτη είχαν ιστορικό τουλάχιστον δύο αποτυχημένων θεραπειών με αντι-TNF-άλφα.1

Κατά την εβδομάδα 6, 34 τοις εκατό των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και 34 τοις εκατό των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg πέτυχαν κλινική ανταπόκριση, όπως αυτή ορίζεται με μείωση κατά τουλάχιστον 100 βαθμούς του Δείκτη Δραστηριότητας της Νόσου Crohn (CDAI) σε σχέση με το σημείο αναφοράς (baseline), σε σύγκριση με 22 τοις εκατό για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P = 0.002 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg; P = 0.003 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg). Ο CDAI είναι ένα βοήθημα αξιολόγησης της νόσου με βάση τα συμπτώματα που χρησιμοποιείται συνήθως στις κλινικές μελέτες για την ποσοτικοποίηση της δραστηριότητας της νόσου Crohn.

Κατά την εβδομάδα 8, 34 τοις εκατό και 38 τοις εκατό των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg, αντίστοιχα, πέτυχαν κλινική ανταπόκριση, σε σύγκριση με 20 τοις εκατό για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P < 0.001). Επιπλέον, 16 τοις εκατό των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και 21 τοις εκατό των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg πέτυχαν κλινική ύφεση κατά την εβδομάδα 8, όπως αυτή ορίζεται με βαθμολογία CDAI κάτω των 150 βαθμών, σε σύγκριση με 7 τοις εκατό για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P = 0.003 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg, P < 0.001 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg).

Εκτός από τις σημαντικές βελτιώσεις των σημείων και συμπτωμάτων όπως αυτά αξιολογήθηκαν με βάση το CDAI, αμφότερες οι δόσεις της ουστεκινουμάμπης είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές βελτιώσεις στο Ερωτηματολόγιο Φλεγμονώδους Νόσου του Εντέρου (IBDQ), ενός μέσου μέτρησης της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής των ασθενών με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD), καθώς και σημαντικές μειώσεις των δεικτών φλεγμονής, όπως της λακτοφερίνης και της καλπροτεκτίνης κοπράνων και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) (P < 0.001 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg; P = 0.012 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg).

Μέχρι την εβδομάδα 8 (περίοδος ελέγχου με εικονικό φάρμακο), υπήρχαν παρόμοια ποσοστά αναφορών ανεπιθύμητων ενεργειών (ΑΕ), σοβαρών ΑΕ και λοιμώξεων μεταξύ των θεραπευτικών ομάδων της ουστεκινουμάμπης και του εικονικού φαρμάκου. Μια περίπτωση μηνιγγίτιδας από Λιστέρια αναφέρθηκε στην ομάδα της ουστεκινουμάμπης ~6 mg/kg. Δεν παρατηρήθηκαν κακοήθη νεοπλάσματα, θάνατοι, περιπτώσεις φυματίωσης ή μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα (MACE) στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ουστεκινουμάμπη.

Ο Newman Yeilding, M.D., Επικεφαλής της Ανάπτυξης Ανοσολογίας, Janssen Έρευνα & Ανάπτυξη, LLC, δήλωσε: «Είμαστε στην ευχάριστη θέση να κοινοποιήσουμε αυτά τα σημαντικά αποτελέσματα από την μελέτη Φάσης 3 έναρξης της θεραπείας UNITI-1, τα οποία συμπληρώνουν τα αποτελέσματα της Φάσης 3 της μελέτης UNITI-2 και υποστηρίζουν περαιτέρω τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στις ρυθμιστικές αρχές για την έγκριση της ουστεκινουμάμπης για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ενεργής νόσου Crohn. Το Τμήμα Ανοσολογίας της Janssen παραμένει προσηλωμένο στην συνέχιση της ανάπτυξης της ουστεκινουμάμπης και στην ανακάλυψη καινοτόμων φαρμάκων για την θεραπευτική αντιμετώπιση των ανοσοδιαμεσολαβούμενων νόσων».

 

Σχετικά με τη νόσο Crohn
Περισσότερα από πέντε εκατομμύρια άτομα σε παγκόσμιο επίπεδο ζουν με νόσο Crohn και ελκώδη κολίτιδα – που είναι συλλογικά γνωστές ως φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD). Η νόσος Crohn είναι μια χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή του γαστρεντερικού σωλήνα που προσβάλλει σχεδόν 250.000 άτομα στην Ευρώπη. Tο αίτιο της νόσου Crohn δεν είναι γνωστό, αλλά η νόσος σχετίζεται με διαταραχές του ανοσιακού συστήματος που θα μπορούσαν να πυροδοτούνται από γενετική προδιάθεση, την διατροφή ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τα συμπτώματα της νόσου Crohn μπορούν να είναι ποικίλα αλλά συχνά περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο και ευαισθησία, συχνές διάρροιες, αιμορραγία από το ορθό, απώλεια βάρους και πυρετό. Επί του παρόντος δεν υπάρχει ίαση για τη νόσο Crohn.