Θεμιστοκλέους στο Economist για το ΕΣΥ: «Έχει κλείσει 40 χρόνια, καιρός να εκσυχρονιστεί»

  • Γιάννα Σουλάκη
Θεμιστοκλέους
Στην μετάβαση του ΕΣΥ στη νέα εποχή αναφέρθηκε από το βήμα του ECONOMIST ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους, τονίζοντας ότι το ΕΣΥ έχει κλείσει 40 χρόνια και είναι καιρός να εκσυγχρονιστεί.

Βασικός πυλώνας αυτής της μετάβασης στην επόμενη μέρα, όπως είπε ο κ. Θεμιστοκλέους, είναι η καινοτομία και η τεχνολογία, με στρατηγικό στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε δύο κρίσιμους παράγοντες: στην καινοτομία και τη δεδομένα του πραγματικού κόσμου (real world evidance)

Σε ό,τι αφορά τα δεδομένα, στην Ελλάδα -όπως είπε- δεν έχουμε καλή παράδοση στη συλλογή και επεξεργασία τους και είμαστε αρκετά πίσω στην δημοσιοποίησή τους, έτσι ώστε να είναι διαθέσιμα σε όλους. Ο τρόπος αυτός, ωστόσο, ενισχύει τη διαφάνεια και τη λήψη ορθότερων αποφάσεων.

Θεμιστοκλέους: Έχουμε ξεκάθαρο σχέδιο για το ΕΣΥ

Ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας είναι η καινοτομία και η τεχνολογία, παράμετροι που πρέπει να εισαχθούν σε αυτή την προσπάθεια και να κινούνται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος.

Όπως είπε, το καλύτερο παράδειγμα σχετικά με την καινοτομία, είναι τα εμβόλια της COVID-19, καθώς, παρά το μεγάλο κόστος για τα κράτη, υπήρξε πολλαπλό όφελος και για τις κοινωνίες και για τα συστήματα υγείας.

Ο υφυπουργός Υγείας πρόσθεσε πως από την πλευρά του υπουργείου Υγείας υπάρχει ένας πολύ ξεκάθαρος οδικός χάρτης για το πώς θα οδηγηθεί το σύστημα στην επόμενη μέρα.

Απαιτείται αλλαγή του μοντέλου των νοσοκομείων με την ψηφιοποίηση. Αναφέρθηκε, επίσης, σε έργα που είναι σε εξέλιξη και όπως είπε αναμένεται να αφήσουν ένα μεγάλο αποτύπωμα στο σύστημα.

Εζάτ Αζέμ: Η καινοτομία χρειάζεται κεφάλαια

Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής της Roche Hellas, Εζάτ Αζέμ, ανέφερε ότι η καινοτομία βρίσκεται στο επίκεντρο των ενεργειών της φαρμακοβιομηχανίας, συνδέεται με την οικονομία και την κοινωνία. Αναφερόμενος στο κόστος μιας καινοτομίας για να βγει στην αγορά, είπε ότι σύμφωνα με μελέτη ανέρχεται από 2 έως 2,5 δισ. δολάρια.

«Άρα η καινοτομία χρειάζεται κεφάλαια. Χρειαζόμαστε δυνατότητα χρηματοδότησης», είπε.

Μιλώντας για τους παράγοντες που εμποδίζουν την καινοτομία να γίνει πιο προσβάσιμη στην Ελλάδα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, την έλλειψη προβλεψιμότητας ώστε να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η δικαιοσύνη. Όπως είπε, αν δείτε τους ΑΜΚΑ στην Ελλάδα που τυγχάνουν θεραπείας, αγγίζουν τα 58 εκατομμύρια, αλλά στην Ελλάδα είναι μόνο 3 εκατομμύρια, θέτοντας το ερώτημα:

«Πώς θεραπεύουμε 58 εκατομμύρια; Πρέπει, είπε, να καλυφθεί η υπερ-δαπάνη, σημειώνοντας ότι το clawback, έφτασε στο 70%. Αν λυθούν τα παραπάνω θα έρθουν επενδύσεις από το εξωτερικό», κατέληξε.

Κ. Αθανασάκης: Η μόνη βεβαιότητα στην Υγεία είναι η … αβεβαιότητα

Ο Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, είπε ότι όταν μιλάμε για οικονομία της υγείας υπάρχουν ασσυμετρίες και αβεβαιότητες. Πρέπει, είπε, να λαμβάνονται αποφάσεις ώστε να εξυπηρετούνται αυτοί που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη. Οι αποφάσεις στην Υγεία πρέπει να είναι διαφανείς και να βασίζονται σε δεδομένα, να υπάρχει δηλαδή λογοδοσία, είπε ο καθηγητής.

«Η καινοτόμα ιατρικήείναι ο παράγοντας για καλύτερη ζωή και μείωση δαπανών. Πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε τα νέα προϊόντα από τα καινοτόμα και οι πληρωμές να γίνονται ανάλογα με τα αποτελέσματα», σημείωσε.

Η μόνη βεβαιότητα στην Υγεία είναι η ύπαρξη της αβεβαιότητας, ανέφερε ο κ. Αθανασάκης, τονίζοντας ότι υπάρχουν τα μέσα να διαχειριστούμε την αβεβαιότητα και στην Υγεία αυτά είναι τα δεδομένα.

Μπορούμε να επαναξιολογήσουμε τις αποφάσεις όταν τα δεδομένα έχουν τύχει σωστής επεξεργασίας, είπε.

Στη συνέχεια μίλησε για διαθρωτικές αλλαγές και αλλαγή κουλτούρας.

«Χρειαζόμαστε ένα σύστημα και διαδικασίες λήψης αποφάσεων που θα προσαρμόζονται στις τοπικές απαιτήσεις και πρόσθεσε ότι μια μεταρρύθμιση είναι η αξιολόγηση της τεχνολογίας υγείας, δηλαδή να αξιολογήσουμε το κόστος και τα οφέλη. Πρέπει να υπάρχει στρατηγική διαχείρισης δεδομένων που θα παράγει αποτελέσματα», είπε ο καθηγητής, επισημαίνοντας ότι τα δεδομένα πρέπει να είναι διαθέσιμα στην επιστημονική κοινότητα για να τα αναλύσει και να παράγει γνώση.