Πόσο υγιεινό είναι το… καθαρό νερό;

  • Iatropedia
Η φθορίωση του πόσιμου νερού από τις υπηρεσίες ύδρευσης προστατεύει τα δόντια από την τερηδόνα αλλά μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη και αύξηση βάρους, υποστηρίζουν ερευνητές.

Η προσθήκη φθοριούχου άλατος στο νερό που πίνουμε υποτίθεται ότι κάνει καλό, γι’ αυτό άλλωστε και οι οδοντογιατροί χρησιμοποιούν φθόριο μετά τον καθαρισμό των δοντιών. Ωστόσο μια νέα έρευνα έρχεται τώρα να αμφισβητήσει εκ νέου την φθορίωσης του πόσιμου νερού, μια τεχνική που ακολουθούν οι υπηρεσίες ύδρευσης πολλών χωρών εδώ και δεκαετίες. Η συγκεκριμένη τεχνική μπορεί να αποβεί περισσότερο επιβλαβής απ’ ό,τι νομίζουμε καθώς οδηγεί σε υπολειτουργία του θυρεοειδούς με αποτέλεσμα την εκδήλωση κατάθλιψης, παχυσαρκίας και κόπωσης, υποστηρίζει ο καθηγητής Στήβεν Πέκαμ, ερευνητής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στην Βρετανία.

Όπως ανακάλυψε, σε περιοχές με νερό υψηλής περιεκτικότητας στην εν λόγω χημική ουσία όπως στο Γουέστ Μίντλαντς και την βορειοανατολική Αγγλία, οι περιπτώσεις υπολειτουργίας θυρεοειδούς κάνουν θραύση, εμφανίζοντας αύξηση κατά 30% όπου το πόσιμο νερό περιείχε φθοριούχο άλας πάνω από 0,3 mg/1 λίτρο. Μάλιστα οι περιπτώσεις στα Μίντλαντς ήταν διπλάσιες από τις αντίστοιχες στο Μάντσεστερ όπου δεν χρησιμοποιείται φθορίωση. Οι αρχές θα πρέπει να αναθεωρήσουν την χρήση φθορίου στο νερό καθώς υπάρχουν ασφαλέστεροι τρόποι για την προστασία της οδοντικής υγιεινής, επισημαίνει ο καθηγητής Πέκαμ.

Η αντιπαράθεση για την τεχνητή φθορίωση του νερού ξεκινά από τότε που πρωτοχρησιμοποιήθηκε. Πρόσφατα, μια άλλη έρευνα ανέφερε ότι η φθορίωση ευθύνεται για σημαντικά προβλήματα υγείας, δυσανάλογα μεγάλα ως προς τα οφέλη που παρέχει η τεχνική στην φροντίδα των δοντιών, την ώρα που περσινή μελέτη συνέδεε το φθόριο με το ενδεχόμενο εκδήλωσης αυτισμού και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ADHD). Η βρετανική Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕΡΑ) πάντως δηλώνει ότι πρόβλημα υπάρχει μόνο εάν τα επίπεδα είναι υψηλότερα από τα καθιερωμένα. Ορισμένοι επιστήμονες δε αμφισβητούν την ορθότητα της τελευταίας μελέτης, εκτιμώντας ότι υπήρχαν πιο αυστηρές επιδημιολογικές μέθοδοι για να δοκιμαστεί η διατυπωθείσα θεωρία.