Παπαευαγγέλου: Αναμένεται κορύφωση σε κρούσματα και νοσηλείες τις επόμενες μέρες – Ποιες περιοχές ανησυχούν

  • Γιάννα Σουλάκη
Παπαευαγγέλου
Μεγάλη ανησυχία υπάρχει για την αύξηση της επιδημίας και του κύματος της Όμικρον 2 σε όλη την Ελλάδα, ενώ στο επίκεντρο της αγωνίας των επιστημόνων μπαίνουν τα Γρεβενά και η Δράμα και ακόμη τέσσερις περιοχές της χώρας. Δεν αποκλείεται τα κρούσματα να είναι περισσότερα, λένε οι ειδικοί, καθώς πολλοί πολίτες κάνουν self test, αλλά δεν προχωρούν σε επιβεβαίωση με εργαστηριακή εξέταση.

Την αγωνία των επιστημόνων για την επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων της επιδημίας στη χώρας μας, ανέλυσε κατά την τακτική ενημέρωση των 6 μ.μ, η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, Βάνα Παπαευαγγέλου.

Η κυρία Παπαευγγέλου ανέφερε ότι κατά την τελευταία εβδομάδα εντοπίζεται αύξηση στις νοσηλείες, ενώ αντίθετα στους σκληρούς δείκτες, δηλαδή στους διασωληνωμένους και στους θανάτους υπάρχει αποκλιμάκωση, αλλά αργή.

Σύμφωνα με τους αριθμούς που δείχνουν τον κυλιόμενο μέσο όρο κατά την τελευταία εβδομάδα, υπάρχει αύξηση στα 21.000 κρούσματα την ημέρα, ενώ σημαντική είναι και η αύξηση και στα ενεργά κρούσματα του κορονοϊού, που υπολογίζονται σε 176.000 σε όλη την επικράτεια.

Βρισκόμαστε, όπως είπαν οι επιστήμονες, κοντά στην κορύφωση του πανδημικού κύματος της Ομικρον 2, με την αυξητική τάση να επιπεδώνεται σε σχέση με τις 20 πρώτες μέρες του Μαρτίου. Σύμφωνα με τα μαθηματικά μοντέλα, «περιμένουμε τις επόμενες ημέρες να κορυφωθεί και αυτό το κύμα της πανδημίας», όπως είπε η κυρία Παπαευαγγέλου.

Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΕΟΔΥ, τις προηγούμενες δύο εβδομάδες στις νέες λοιμώξεις είχαμε αύξηση 24% και 16% αντίστοιχα, ενώ την εβδομάδα που πέρασε είχαμε μείωση κατά 6,3%.

Ο κυλιόμενος μέσος όρος της θετικότητας την τελευταία εβδομάδα είναι στο 8%, ενώ πριν από 15 μέρες ήταν στο 54%.

Πλέον, η Ομικρον 2 έχει επικρατήσει και αφορά το 77% των νέων δειγμάτων που εξετάζονται.

Ποιες περιοχές προβληματίζουν

Αύξηση των κρουσμάτων σημειώθηκε στις περιοχές του Έβρου, της Θεσπρωτίας, της Πιερίας, της Αρκαδίας, της Φθιώτιδας, της Ροδόπης, των Σερρών, στον βόρειο τομέα της Αττικής και στη Δυτική Αττική.

Ωστόσο, είναι πιθανό ο αριθμός των κρουσμάτων να μην είναι πραγματικός. Κι αυτό διότι «κάποιοι άνθρωποι κάνουν self test στο σπίτι και όταν βγει θετικό, δεν κάνουν rapid για να δηλώσουν τη νόσηση στα αρχεία του ΕΟΔΥ», είπε η κυρία Παπαευγγέλου.

Παράλληλα, καταγράφεται αύξηση του ιικού φορτίου σε Αττική, Άγιο Νικόλαο, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Ιωάννινα.
Αυτό που ανησυχεί, όμως, τους ειδικούς είναι ότι υπάρχει αύξηση σε άτομα άνω των 50 ετών, ενώ αύξηση του ποσοστού νέων κρουσμάτων καταγράφεται και στους άνω των 65 ετών.

Μάλιστα, στις περιοχές Καρδίτσας, Γρεβενών, Δράμας, Κοζάνης, Πρέβεζας και Τρικάλων, τα μισά από τα κρούσματα αφορούν σε άτομα άνω των 45 ετών και αυτό είναι κάτι που ανησυχεί ιδιαίτερα τους ειδικούς.

Με βάση την ηλικιακή κατανομή, αναμένουμε αύξηση στις εισαγωγές στα νοσοκομεία τις επόμενες εβδομάδες, κατέληξε η κυρία Παπαευαγγέλου.

Μαγιορκίνης: Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι οι ανεμβολίαστοι στις μεγάλες ηλικίες

Από την πλευρά του αναπληρωτής καθηγητής Γκίκας Μαγιορκίνης είπε ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, «τουλάχιστον 10 self test έχει κάνει ο καθένας από μας στη χώρα»,ενώ απέδωσε στον εμβολιασμό το χαμηλό ποσοστό που καταγράφουν οι αριθμοί όσον αφορά τους σκληρούς δείκτες, δηλαδή τις διασωληνώσεις και τους θανάτους.

«Σιγά-σιγά μαθαίνουμε να ζούμε με τον ιό» είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «οι ευπαθείς και οι ηλικιωμένοι δεν θα πρέπει να τον υποτιμούν και να έρχονται άμεσα σε επαφή με το θεράποντα γιατρό τους» για να τους δώσει τις θεραπευτικές επιλογές που υπάρχουν.

Όπως τόνισε ο κ. Μαγιορκίνης, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι οι ανεμβολίαστοι στις μεγάλες ηλικίες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τα αντιικά φάρμακα, είπε ότι « έχουν μεγάλη ζήτηση καθώς γίνονται περίπου 700 αιτήσεις την ημέρα» και η εκτίμηση είναι -παρότι τα στοιχεία, είναι πρόωρα- ότι η χρήση τους έχει αποτρέψει νοσηλείες. Ωστόσο επεσήμανε ότι οι γιατροί μόνο ξέρουν ποιοι θα πρέπει να πάρουν και ποιο φάρμακο και γι’ αυτό θα πρέπει οι ασθενείς να τους συμβουλεύονται.