Κοκκύτης: Για έξαρση και στην Ελλάδα προειδοποιεί ο ΕΟΔΥ – Επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού

  • Iatropedia newsroom
Κοκκύτης: Επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού
Στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους 2024 έχουν καταγραφεί 34 κρούσματα κοκκύτη, ενώ κατά το έτος 2023 είχαν δηλωθεί 9 κρούσματα.

Για έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη και στην Ελλάδα προειδοποιεί ο ΕΟΔΥ, τονίζοντας ότι είναι επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού για την προστασία κυρίως των βρεφών και των εγκύων.

Τους τελευταίους μήνες, αρκετές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, καταγράφουν αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων κοκκύτη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια (Δανία, Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Μοντενέγκρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία, Σερβία). Η αύξηση των δηλωθέντων κρουσμάτων κοκκύτη πιθανώς συνδέεται με τη μη έγκαιρη ανοσοποίηση ορισμένων ηλικιακών ομάδων καθώς και τη χαμηλότερη κυκλοφορία του παθογόνου κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από το ECDC, οι ηλικιακές ομάδες που προσβάλλονται περισσότερο είναι τα παιδιά, οι νεαροί έφηβοι, καθώς και τα βρέφη που δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους.

Στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους 2024 έχουν καταγραφεί 34 κρούσματα κοκκύτη, ενώ κατά το έτος 2023 είχαν δηλωθεί 9 κρούσματα. Ανάμεσα στα κρούσματα συμπεριλαμβάνονται 17 παιδιά και έφηβοι, εκ των οποίων 6 αφορούν σε βρέφη ηλικίας κάτω του έτους, ενώ ένα νεογνό κατέληξε.

Κοκκύτης: Βασικό μέτρο πρόληψης ο έγκαιρρος εμβολιασμός

Ο κοκκύτης είναι μια ενδημική νόσος παγκοσμίως με εξάρσεις της νόσου κάθε τρία έως πέντε χρόνια, ακόμη και σε περιοχές με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη. Τα βρέφη διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου και θανάτου και σχεδόν όλοι οι θάνατοι στις χώρες της Ευρώπης, έχουν καταγραφεί σε βρέφη κάτω των τριών μηνών.

Η προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσηση και θάνατο από κοκκύτη αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των προγραμμάτων εμβολιασμού. Ο έγκαιρος εμβολιασμός, από τον 2ο μήνα ζωής σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ), και η ολοκλήρωση του εμβολιασμού με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων των παιδιών και των ενηλίκων σύμφωνα με το ΕΠΕ αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης του κοκκύτη.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίδεται στον εμβολιασμό όλων των εγκύων (σε κάθε κύηση και κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης) καθώς και των λεχωΐδων που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης συστήνεται ο έγκαιρος εμβολιασμός όλων των μελών της οικογένειας που έρχονται σε επαφή με νεογνά και βρέφη (τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή) ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

Είναι επιβεβλημένη η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας (ιδιαίτερα παιδιάτρων, νεογνολόγων, μαιευτήρων-γυναικολόγων, γενικών ιατρών, παθολόγων, πνευμονολόγων), η αυξημένη κλινική υποψία (ιδιαίτερα σε ενήλικες με επίμονο παροξυσμικό βήχα, ακόμα και χωρίς άλλα συμπτώματα), η εργαστηριακή επιβεβαίωση της διάγνωσης του κοκκύτη όπως και η έγκαιρη έναρξη της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.

Υπενθυμίζεται ότι όλα τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με κρούσμα κοκκύτη χρήζουν αντιμικροβιακής αγωγής ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

Ο ΕΟΔΥ, ως αρμόδιος φορέας για την επιδημιολογική επιτήρηση του κοκκύτη και την προστασία της Δημόσιας Υγείας, καταγράφει συστηματικά τα κρούσματα της νόσου και επισημαίνει την ανάγκη συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών.

Τι είναι ο κοκκύτης

Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, η οποία οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο.

Κλινικές εκδηλώσεις

Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:

Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.

Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα. Οι παροξυσμοί του βήχα φθάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά μετά από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση που συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.

Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.

Επιπλοκές

Είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το ΚΝΣ.

Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Στις ΗΠΑ η επίπτωση της πνευμονίας είναι 11,8% σε βρέφη ηλικίας <6 μηνών.

Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Συμβαίνει σε ποσοστό 0,1% των βρεφών <6 μηνών στις ΗΠΑ.

Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Τέλος λόγω της αυξημένης πίεσης δημιουργούνται κήλες, ρινικές επιστάξεις, πρόπτωση του ορθού και πνευμοθώρακας.

Η θνητότητα στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 0,2% (90% των θανάτων αφορούσαν βρέφη ηλικίας <6 μηνών που δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική σειρά εμβολιασμού). Κατά το έτος 2009 καταγράφηκαν παγκοσμίως 106.207 θάνατοι (ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης με DTP3 82%).

Τρόπος μετάδοσης

Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.

Χρόνος επώασης

Ο χρόνος επώασης του κοκκύτη κυμαίνεται συνήθως από 7 έως 10 ημέρες, με εύρος 4-21 ημέρες (και σπανίως έως 42 ημέρες).

Περίοδος μεταδοτικότητας

Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Οι πάσχοντες από κοκκύτη είναι περισσότερο μεταδοτικοί κατά τη διάρκεια του καταρροϊκού σταδίου καθώς και τις δυο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες) ενώ κάποια άτομα ιδιαίτερα παιδιά που έχουν θετική καλλιέργεια για αρκετές εβδομάδες παραμένουν μεταδοτικά για μεγαλύτερη περίοδο. Μετά σταδιακά η μεταδοτικότητα μειώνεται και γίνεται ασήμαντη σε 3 εβδομάδες περίπου παρά την επιμονή παροξυσμικού βήχα με συριγμό. Εάν γίνει έναρξη αγωγής με μακρολίδες οι ασθενείς παύουν να είναι μεταδοτικοί 5 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.

Φωτογραφία: iStock

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Κι αν το μπούκωμα στη μύτη δεν είναι αλλεργία; [μελέτη]

Κορονοϊός: Έρευνα ανατρέπει όσα ξέραμε για τα αντισώματα από τα mRNA εμβόλια

Κέιτ Μίντλετον: Τα νεώτερα για την κατάσταση της υγείας της