«διαΝΕΟσις»: Στα σκουπίδια 40 εκατ. κουτιά φάρμακα αξίας 1 εκατ. ευρώ πετούν οι Έλληνες κάθε χρόνο

  • Γιάννα Σουλάκη
φάρμακα
Νέα έρευνα κοινής γνώμης από τη διαΝΕΟσις αποκαλύπτει σημαντική σπατάλη φαρμάκων στην Ελλάδα, που υπολογίζεται σε 1 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

Εκατομμύρια αχρησιμοποίητα φαρμακευτικά σκευάσματα που αφήνονται να λήξουν στα ντουλάπια και πετιούνται στη συνέχεια, θα μπορούσαν να χορηγηθούν σε άλλους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά λόγω κόστους.

O οργανισμός GIVMED, με βάση την έρευνα που παρουσιάζεται παρακάτω, υπολόγισε ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πετιούνται περισσότερα από 40 εκατομμύρια κουτιά με φάρμακα. Μια άλλη, παλιότερη μελέτη του ΙΦΕΤ, υπολόγισε ότι αυτά έχουν αξία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.

Πέρα από αυτό η απόρριψη κάποιων φαρμάκων, είτε στα σκουπίδια, και έπειτα στις χωματερές, είτε στο δίκτυο της αποχέτευσης μπορεί να είναι βλαπτική για το περιβάλλον. Επίσης, υπάρχει ο προφανής κίνδυνος να αποκτήσουν σε αυτά πρόσβαση άνθρωποι που δεν πρέπει, όπως τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι.

Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει παρακάτω τα αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας κοινής γνώμης του οργανισμού GIVMED | Share medicine Share life, που ασχολείται με την ισότιμη πρόσβαση στο φάρμακο και τη δωρεά φαρμάκου στην Ελλάδα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας και της διαΝΕΟσις.

Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας έγινε από την εταιρεία ProRata στο διάστημα 6-13 Δεκεμβρίου του 2023, σε δείγμα 1.000 ατόμων, αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.

22% δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους

Από τα αποτελέσματα της έρευνας αφενός προκύπτει ότι το κόστος είναι σημαντικός παράγοντας για την πρόσβαση στην υγεία και, επομένως, στα φάρμακα: 22% δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους. Για την πλειοψηφία αυτό συνεπάγεται επίσης τη λήψη φαρμάκων. Κάνοντας την αναγωγή στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 1,9 εκατομμύρια άτομα.

Επιπλέον, οι ερωτώμενοι υπολόγισαν το μέσο κόστος για τις ανάγκες της υγείας τους τον τελευταίο χρόνο στα 955 ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, 1 στους 2 δηλώνουν ότι τους περίσσεψαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από όσα φάρμακα έχουν σπίτι τους, οι πολίτες δήλωσαν ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 3 κουτιά είναι ληγμένα.

Περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι αυτά τα πετούν στα σκουπίδια. Περίπου 1 στους 4 δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Από εκείνους, όμως, που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν.

Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτεί και η έκθεση ομάδας συγγραφέων με συντονιστή τον Καθηγητή Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκο Σουλιώτη όπου παρουσιάζονται, αναλύονται και σχολιάζονται τα αποτελέσματα.

Χρόνια προβλήματα, κόστος και προληπτικές εξετάσεις

Αρκετές ερωτήσεις επικεντρώνονται στο κόστος των υπηρεσιών υγείας. Οι ερωτώμενοι δηλώνουν ότι τον τελευταίο χρόνο ξόδεψαν κατά μέσο όρο 955 ευρώ για τις ανάγκες της υγείας τους.

14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1 στους 7, δηλώνουν ότι ξόδεψαν περισσότερο από 1.000 ευρώ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αρκετά μεγάλο μέρος του δείγματος, περίπου 1 στους 4 (23,3%) δεν γνωρίζει ή δεν απάντησε το ποσό που ξόδεψε.

Αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος τα αποτελέσματα φαίνεται ότι, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη έρευνα, το εισόδημα δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το ύψος των δαπανών υγείας. Σύμφωνα με τον Κ. Σουλιώτη, “το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα των δαπανών υγείας σε σχέση με το εισόδημα και αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάγκης καταβολής άμεσων πληρωμών για φροντίδες υγείας από άτομα χαμηλού εισοδήματος”.

1 στους 5 ερωτώμενους δηλώνουν ότι διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας.

Το κόστος των υπηρεσιών υγείας φαίνεται ότι αποτελεί σημαντικό ζήτημα για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού.

  • 9 στους 10 (88%) δηλώνουν στην έρευνα ότι έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο.
  • 22% όμως δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους.

Όπως προκύπτει από την ανάλυση του Κυριάκου Σουλιώτη, εκείνοι που έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας είναι κατά 48% πιο πιθανό να μην μπορούν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους.

Αντίστοιχα και οι γυναίκες έχουν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα από τους άνδρες να δηλώσουν το ίδιο.

Στις ερωτήσεις που σχετίζονται με τον προληπτικό έλεγχο υγείας, περίπου 1 στους 2 (45,2%) δηλώνουν ότι επισκέπτονται συχνά ή πολύ συχνά γιατρό ή υπηρεσία υγείας για προληπτικό έλεγχο. Όμως κι εδώ φαίνεται ότι το κόστος παίζει κάποιο ρόλο, αφού εκείνοι με χαμηλότερο μηνιαίο εισόδημα ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν πιο συχνό προληπτικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες δηλώνουν ότι κάνουν συχνότερο προληπτικό έλεγχο υγείας σε σχέση με τους άνδρες.

Η χρήση των φαρμάκων

Όπως είναι αναμενόμενο, μεγάλο μέρος της χρήσης υπηρεσιών υγείας αφορά στην κατανάλωση φαρμάκων. Από την μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει ότι έκανε χρήση των υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο, το 77,5% (δηλαδή το 68,2% του συνόλου των ερωτώμενων) κατανάλωσε φάρμακα.

Σχεδόν στο σύνολό τους (94,4%, δηλαδή 64,4% ολόκληρου του δείγματος) κατανάλωσαν συνταγογραφούμενα φάρμακα, ενώ 1 στους 2 (47,8% – 32,6% του συνόλου) κατανάλωσε (και) μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία (93,3%) όσων κατανάλωσαν φάρμακα απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά φαρμακεία ενώ η αμέσως επόμενη επιλογή ήταν τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ με 8,9%.

Αλλά βρήκαν εκεί το φάρμακο που έψαχναν;

15,6%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 6, δηλώνουν ότι αντιμετώπισαν εμπόδια στην προμήθεια φαρμάκων, με ένα πολύ σημαντικό μέρος από αυτούς (88,3%) να δηλώνει ότι οι δυσκολίες αφορούσαν στην εύρεση του προϊόντος που ήταν απαραίτητο για τη θεραπεία τους. Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει εμπόδια στην πρόσβαση στο φάρμακο, είτε αυτά αφορούν στο κόστος είτε άλλους παράγοντες.

Τα φάρμακα στο σπίτι

Τι συμβαίνει όμως με τα φάρμακα που ήδη υπάρχουν στο κάθε νοικοκυριό στη χώρα; Πώς τα διαχειρίζονται οι πολίτες;

Το ερωτηματολόγιο της έρευνας αφιερώνει αρκετές ερωτήσεις στις συμπεριφορές που σχετίζονται με το πώς καταναλώνουμε, αποθηκεύουμε, δωρίζουμε ή απορρίπτουμε εμείς οι ίδιοι τα φάρμακα που δεν μας χρειάζονται πια.

Περίπου 1 στους 2 (45,8%) δηλώνουν, άλλωστε, ότι τον τελευταίο χρόνο τους περίσσεψαν φάρμακα. Όταν οι ίδιοι συμμετέχοντες καλούνται να απαντήσουν γιατί συνέβη αυτό, οι περισσότεροι δηλώνουν ότι ο λόγος είναι ότι ολοκληρώθηκε η θεραπεία τους.

Όπως ίσως είναι αναμενόμενο η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (86,9%) δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά ή αρκετά καλά τα φάρμακα που υπάρχουν στο σπίτι τους. Ωστόσο, η έρευνα αναδεικνύει μια αντίφαση: παρότι τόσοι πολλοί δηλώνουν ότι γνωρίζουν ποια φάρμακα υπάρχουν στο σπίτι, μόνο 3 στους 10 δηλώνουν ότι ελέγχουν συχνά, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, τα φάρμακα αυτά.

Ληγμένα φάρμακα

H έρευνα, εξ αντικειμένου, αφιερώνει αρκετό χώρο σε ερωτήσεις για τη διαχείριση των ληγμένων φαρμάκων που βρίσκουν οι ερωτώμενοι στο σπίτι τους.

  • 1 στους 2 (51,8%) δηλώνουν ότι βρήκαν, λιγότερα ή περισσότερα, ληγμένα φάρμακα στο σπίτι τους την τελευταία φορά που έλεγξαν. Σε άλλη σχετική ερώτηση απαντούν ότι κατά μέσο όρο, βρήκαν 2,9 κουτιά με ληγμένα φάρμακα.
  • 1 στους 5 από όσους βρήκαν ληγμένα φάρμακα, μάλιστα, δηλώνουν ότι βρήκαν περισσότερα από 4 κουτιά.
  • Αντίθετα, το 58% είχαν 1 ή 2 κουτιά με ληγμένα φάρμακα.

Τι κάνουν όμως με τα ληγμένα φάρμακα αφότου τα εντοπίσουν στο σπίτι τους; Περισσότεροι από τους μισούς (55,1%) δηλώνουν ότι τα πετούν στα σκουπίδια, πράγμα που αποτελεί πρόκληση για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ 37,8% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι τα επιστρέφουν στα φαρμακεία.

Μη ληγμένα φάρμακα και άλλα υλικά

Ένα μεγάλο μέρος του δείγματος, 7 στους 10 (71,3%), δηλώνουν ότι δεν δώρισαν μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο.

Από αυτούς, όπως είναι επόμενο, οι περισσότεροι (64,1%) δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν τους περίσσεψαν. Όμως, η αμέσως πιο δημοφιλής απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν – σχεδόν 1 στους 5 (19,7%) απαντούν με αυτό τον τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, περίπου 1 στους 4 (27,9%) και κυρίως οι γυναίκες (32,9% των γυναικών του δείγματος έναντι 22,5% των ανδρών) δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Δηλώνουν, μάλιστα, ότι δώρισαν κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς που δηλώνουν ότι δώρισαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο (87%) απαντούν ότι το έκαναν επειδή αυτά έληγαν άμεσα και δεν τα χρειάζονταν.

Πού ακριβώς όμως τα δώρισαν;

  • 45,4% δηλώνουν ότι τα έδωσαν σε ιδιωτικό φαρμακείο.
  • 28,2% τα έδωσαν σε κοινωνικό φαρμακείο – ένας θεσμός που μάλιστα συγκεντρώνει θετικές γνώμες από το 91,7% των ερωτώμενων.
  • 18,9% απάντησαν ότι τα δώρισαν σε άλλη δομή (πχ. σε ΜΚΟ ή στα ΚΑΠΗ) και 4,7% σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε γι’ αυτό τον σκοπό.

Πώς όμως πήραν την κάθε απόφαση; Σχεδόν 1 στους 3 (32,7%) αποφάσισαν πού θα δωρίσουν τα μη ληγμένα φάρμακα που δεν χρειάζονταν πια με βάση την απόσταση από το σημείο όπου βρίσκονται ή κατοικούν – ίσως γι’ αυτό και τόσοι πολλοί αποφάσισαν να τα επιστρέψουν σε ιδιωτικό φαρμακείο.

Παρ’ όλ’ αυτά μόνο 4 στους 10 (39,5%), από ολόκληρο το δείγμα, δηλώνουν ότι γνωρίζουν την ύπαρξη των πράσινων κάδων στα φαρμακεία, οι οποίοι υπάρχουν γι’ αυτό τον σκοπό. Οι περισσότεροι δε από αυτούς που τους γνωρίζουν την ύπαρξη των κάδων θεωρούν ότι εκεί μπορούν να απορρίψουν τα ληγμένα φάρμακα.

Η έρευνα, πέρα από τα φάρμακα, περιέχει επιπλέον ερωτήσεις για άλλα υγειονομικά υλικά τα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά. Εκεί, μάλιστα, το κοινό εμφανίζεται αρκετά λιγότερο ευαισθητοποιημένο: 9 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν δωρίσει ορθοπεδικά είδη τον τελευταίο χρόνο, ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν δωρίσει υγειονομικό υλικό, όπως γάζες ή σύριγγες.

Η έρευνα αυτή, την οποία δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο, καθώς αποτυπώνει πολλές πτυχές της χρήσης υπηρεσιών υγείας από τον πληθυσμό και ειδικότερα της κατανάλωσης φαρμάκων. Τα ευρήματά της, όπως παρουσιάστηκαν συνοπτικά παραπάνω, μπορούν να είναι χρήσιμα τόσο για το κράτος όσο και για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η έρευνα αναδεικνύει με αναλυτικό τρόπο τις προτιμήσεις και τις συνήθειες του πληθυσμού σχετικά με τη χρήση των υπηρεσιών υγείας και με την κατανάλωση φαρμάκων. Επομένως, μπορεί να συμβάλλει στον σχεδιασμό καλύτερων μέτρων πολιτικής και δράσεων για ένα σημαντικό ζήτημα.