Δίαιτα: Γιατί να κάνετε διαλείμματα δύο εβδομάδων – Καλύτερη η δίαιτα με «νηστεία» μέρα παρά μέρα

  • Iatropedia newsroom
δίαιτα
Εάν κάνετε δίαιτα, ίσως πρέπει να την διακόψετε για δύο εβδομάδες, διότι κάτι τέτοιο βοηθάει να χάσετε κιλά και να τα κρατήσετε για πάντα μακριά σας. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης, η οποία έδειξε, ότι η συνεχής δίαιτα μπορεί στην πραγματικότητα να εμποδίσει την απώλεια βάρους.

Επίσης, άλλη έρευνα έδειξε ότι εάν κάνετε δίαιτα, ίσως πρέπει να την διακόψετε για δύο εβδομάδες, διότι κάτι τέτοιο βοηθάει να χάσετε κιλά και να τα κρατήσετε για πάντα μακριά σας.

Δίαιτα: Γιατί να κάνετε διαλείμματα δύο εβδομάδων

Η επικεφαλής της μελέτης, Nuala Byrne, καθηγήτρια στη Σχολή Επιστημών Υγείας του πανεπιστημίου της Τασμανίας στην Αυστραλία, δημοσίευσε μαζί με τους συνεργάτες της τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Obesity.

Όπως πολλοί που έχουν κάνει δίαιτες στο παρελθόν γνωρίζουν καλά, η διατήρηση ενός προγράμματος διατροφής 7-ημέρες-την-εβδομάδα είναι κάτι δύσκολο. Αυτή η έρευνα, ωστόσο, υποδηλώνει ότι δεν πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι να κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα από τη δίαιτα, καθώς αυτό μπορεί να μας βοηθήσει στην απώλεια βάρους.

Η Byrne και οι συνάδελφοί της κατέληξαν στα ευρήματά τους, μετά από παρακολούθηση 51 παχύσαρκων ανδρών ηλικίας 25 έως 54 ετών, οι οποίοι συμμετείχαν στην ευρύτερη μελέτη Minimizing Adaptive Thermogenesis and Deactivating Obesity Rebound.

Μεγαλύτερη απώλεια βάρους με διαλείπουσα δίαιτα

Στο τέλος της περιόδου μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνδρες που έκαναν διάλειμμα 2 εβδομάδων από τη δίαιτα έχασαν περισσότερο βάρος από εκείνους της ομάδας που έκανε συνεχή και αδιάκοπη δίαιτα.

Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 6 μήνες μετά την παύση της δίαιτας με μειωμένες θερμίδες, οι άνδρες που είχαν κάνει διαλείπουσα δίαιτα είχαν διατηρήσει μια απώλεια βάρους περίπου 8 κιλών κατά μέσο περισσότερο από τους άνδρες που έκαναν αδιάκοπη δίαιτα.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι τα ευρήματά τους δείχνουν πως ένα πρόγραμμα “δίαιτα-για-2-εβδομάδες και μετά διάλειμμα-για-2-εβδομάδες” μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό για την απώλεια βάρους και τη συντήρηση αυτού, σε σχέση με την συνεχή δίαιτα.

Η Byrne και οι συνεργάτες της εκτιμούν, ότι η μειωμένη απώλεια βάρους ως αποτέλεσμα της συνεχούς δίαιτας μπορεί να οφείλεται σε μια αναταραχή των βιολογικών μηχανισμών, που προκαλούνται από τον περιορισμό των θερμίδων.

Διαβάστε επίσης: Δίαιτα: Πώς γίνεται σωστά μια οποιαδήποτε δίαιτα – Οι βασικοί κανόνες

Δίαιτα με νηστεία μέρα παρά μέρα: Είναι όσο αποτελεσματική λένε;

Μια έρευνα που έγινε με τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, συνέκρινε τα αποτελέσματα μιας εναλλακτικής ημερήσιας νηστείας με τον καθημερινό περιορισμό των θερμίδων στην απώλεια βάρους, τη διατήρηση του βάρους και τους δείκτες κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων.

Η δρ Krista A. Varady από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο και συνεργάτες της εξέτασαν τις περιπτώσεις 100 παχύσαρκων ενηλίκων σε μια μελέτη, η οποία διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Ιανουαρίου 2015.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και για ένα έτος:

  1. Η πρώτη ομάδα ακολουθούσε δίαιτα με εναλλακτική ημέρα νηστείας (25% των θερμιδικών αναγκών στις μέρες νηστείας και 125% των θερμιδικών αναγκών τις υπόλοιπες)
  2. Η δεύτερη ομάδα ακολούθησε πρόγραμμα με καθημερινό περιορισμό θερμίδων (75% των θερμιδικών αναγκών κάθε μέρα)
  3. Η τρίτη ομάδα δεν ακολούθησε κανένα από τα δύο αυτά προγράμματα

Αποτελέσματα

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν, ότι, μετά από ένα χρόνο η απώλεια βάρους στην πρώτη ομάδα ήταν 6%, κάτι που δεν αποδείχτηκε σημαντικά διαφορετικό από την απώλεια βάρους της δεύτερης ομάδας, η οποία έφτασε το 5,3%.

“Τα αποτελέσματα αυτής της τυχαιοποιημένης κλινικής δοκιμής έδειξαν ότι η εναλλασσόμενη ημέρα νηστείας δεν αποδείχτηκε πιο εύκολη στο να την ακολουθούν οι συμμετέχοντες, ενώ δεν έδειξε σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους, διατήρηση βάρους, ή βελτιώσεις σε δείκτες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, σε σύγκριση με τον παραδοσιακό καθημερινό περιορισμό θερμίδων, καταλήγει το άρθρο.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Internal Medicine.

Πηγές: https://medicalxpress.comhttps://www.medicalnewstoday.com