Ηλικία και υπογονιμότητα

  • Μιχάλης Θερμόπουλος
υπογονιμότητα
Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα είναι η ηλικία. Αυτή η συσχέτιση είναι πολύ μεγαλύτερη στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες.

 

Γράφει ο Βασίλειος Μακρής, Μαιευτήρας Γυναικολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ειδικευθείς στη Γυναικεία – Ανδρική Υπογονιμότητα & την Εξωσωματική Γονιμοποίηση, University of Aberdeen, συνεργάτης της Μονάδας Γονιμότητας & Εξωσωματικής Γονιμοποίησης ΡΕΑ.

 

Από μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια, ότι η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει να φθίνει από το 35ο έτος της ηλικίας, φαινόμενο το οποίο είναι ιδιαίτερα έντονο μετά το 40ο έτος. Η γονιμότερη περίοδος της γυναίκας είναι από 18 -31 έτη. Μέχρι το 30ο έτος της ηλικίας η πιθανότητα σύλληψης μιας γυναίκας, που έχει ελεύθερες και ταχτικές σχέσεις με το σύντροφό της, είναι περίπου 25% ανά κύκλο προσπάθειας. Μετά τα 35 έτη η πιθανότητα μειώνεται στο 18%,ενώ μετά τα 40 έτη είναι κάτω από 10%.

Αυτό πιστεύουμε ότι οφείλεται στο γεγονός ότι η γυναίκα γεννιέται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων. Από αυτή την δεξαμενή ωαρίων, μετά την εμμηναρχή ξεκινούν κάθε μήνα να ωριμάζουν κάποια ωάρια εκ των οποίων, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα φτάνει στην ωορρηξία στο συγκεκριμένο κύκλο. Με το μηχανισμό αυτό ,με την πάροδο των ετών της αναπαραγωγικής ηλικίας, σταδιακά εξαντλούνται τα αποθέματα των ωαρίων, αφού δεν παράγονται καινούργια ωάρια προς αντικατάσταση αυτών που καταναλώνονται κάθε μήνα. Όταν συμβεί αυτό, επέρχεται η εμμηνόπαυση. Φαίνεται μάλιστα ότι η φύση επιλέγει να ωριμάσει πρώτα, άρα και να καταναλώσει, τα καλύτερης ποιότητας ωάρια. Έτσι εξηγείται η μειωμένη γονιμότητα στις μεγαλύτερες ηλικίες, με την έννοια της ύπαρξης ωορρηξίας ,αλλά με χειρότερης ποιότητας ωάρια. Υπάρχει μια περίοδος στην αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας πριν την εμμηνόπαυση, η οποία μπορεί να φτάσει και τα 10 χρόνια, στην οποία η γυναίκα μπορεί να εμφανίζει φυσιολογικούς στη διάρκεια κύκλους, να κάνει ωορρηξία αλλά με κακής ποιότητας ωάρια, τα οποία αδυνατούν να γονιμοποιηθούν ή οδηγούν σε κακής ποιότητας έμβρυα και αποβολές.

Το ποια θα είναι η κρίσιμη ηλικία της έναρξης της πτώσης της γονιμότητας για την κάθε γυναίκα δεν είναι γνωστό. Οι προαναφερθείσες ηλικίες των 35 και40 ετών αποτελούν ένα στατιστικό εύρημα, ένα μέσο όρο. Υπάρχουν ακραία παραδείγματα πρόωρης εμμηνόπαυσης στα 35 έτη, αλλά και ύπαρξης αυτόματης σύλληψης (συχνά και χωρίς επιδίωξη) στα 50 έτη .Η κάθε γυναίκα δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στη δική της περίπτωση. Το οικογενειακό ιστορικό, δηλαδή η ηλικία εμμηνόπαυσης της μητέρας, αποτελεί προγνωστικό παράγοντα, αλλά όχι ασφαλή. Ο ορμονικός έλεγχος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκ των προτέρων πρόβλεψη της πιθανής ηλικίας που θα αρχίσει η ωοθηκική έκπτωση (ορμονικός έλεγχος για παράδειγμα στην ηλικία των 30 ετών, δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στην επόμενη δεκαετία). Οι ορμονικές μετρήσεις δείχνουν την κατάσταση των ωοθηκών εκείνη τη χρονική στιγμή .Χρησιμεύουν δηλαδή στη διάγνωση και όχι στην πρόγνωση .Οι δυο βασικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται είναι η μέτρηση της FSH και της ΑΜΗ, οι οποίες δίνουν χρήσιμα συμπεράσματα για τις ωοθηκικές εφεδρείες.

Με την πάροδο των ετών η σχετιζόμενη με την ηλικία υπογονιμότητα αυξάνεται .Η βαθμιαία μεταβολή των κοινωνικών προτύπων οδηγεί τις γυναίκες να επιθυμούν τη σύλληψη όλο και αργότερα. Μακροχρόνιες σπουδές, επαγγελματική σταδιοδρομία, οικονομικές δυσκολίες μεταθέτουν την ηλικία που επιθυμείται η τεκνοποίηση. Η γυναίκα συχνά παρασύρεται από το γεγονός ότι είναι δυναμική, κοινωνική, γοητευτική και δείχνει νεότερη, ενώ το βιολογικό της ρολόι προχωρά . Όταν καθυστερημένα αποφασίσει να μείνει έγκυος, θα βρεθεί έκπληκτη μπροστά στη μειωμένη ωοθηκική της λειτουργία.

Χρέος του Μαιευτήρα-Γυναικολόγου είναι να ενημερώνει εγκαίρως τις γυναίκες που παρακολουθεί και να τις προτρέπει σε έγκαιρη τεκνοποίηση. Σημαντικό επίσης είναι ,όταν γίνει αντιληπτή κάποια δυσκολία στη σύλληψη, να γίνεται εγκαίρως η απαραίτητη κλινικοεργαστηριακή διερεύνηση και να εφαρμόζεται άμεσα η κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Διστακτικότητα, αναβλητικότητα, προκαταλήψεις, πολλές φορές οδηγούν σε ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις με μη αντιστρεπτές συχνά συνέπειες. Είναι πολύ δυσάρεστη η κατάσταση που πολλές φορές αντιμετωπίζουμε στα ιατρεία μας. Γυναίκες που βρίσκονται πια σε επιβαρυμένη ωοθηκική κατάσταση, συνειδητοποιούν ότι έχουν χάσει ένα μεγάλο και πιθανώς κρίσιμο διάστημα λόγω της δικής τους αναβλητικότητας ή, το χειρότερο, λόγω λανθασμένων ιατρικών συμβουλών («μη βιάζεσαι», «έχεις καιρό», «θα έρθει μόνο του»).

Συμπερασματικά η ηλικία της γυναίκας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και συχνότερους παράγοντες υπογονιμότητας που προοδευτικά αυξάνεται σε ποσοστό, λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η ιατρική κοινότητα έχει χρέος να ενημερώνει σωστά και έγκαιρα, ώστε οι γυναίκες να γνωρίζουν την ηλικιακή παράμετρο της υπογονιμότητας και να μην παραμελούν την έγκαιρη τεκνοποίησή τους, η οποία αν και επιθυμητή, πολλές φορές αναβάλλεται για διάφορους λόγους.