Δημ. Παπαδημούλης: «Tο ελληνικό σύστημα Υγείας έρμαιο δυσλειτουργιών, κακοδιοίκησης και σπατάλης, από το 2009 μέχρι το 2014

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Στην ομιλία του (μέσω μαγνητοσκοπημένου βίντεο) στο ετήσιο διεθνές Συνέδριο “Future of Healthcare in Greece” ο αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης τόνισε ότι "ο τομέας της Υγείας, μαζί με εκείνον της Εκπαίδευσης, αποτελούν ίσως τα πιο ευαίσθητα πεδία δημόσιας πολιτικής. Αποτελούν επίσης τομείς που αντικατοπτρίζουν τις παθογένειες ή τις επιτυχίες ενός συγκεκριμένου μοντέλου άσκησης πολιτικής...

Δυστυχώς για τη χώρα μας, και σε βάθος δεκαετιών, οι πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν τον τόπο δεν κατάφεραν να βελτιώσουν τις συνθήκες και να θωρακίσουν το σύστημα υγείας με τον κατάλληλο τρόπο. Το άφησαν έρμαιο δυσλειτουργιών, κακοδιοίκησης και σπατάλης, πολλές φορές δε, το μετέτρεψαν σε πεδίο μικροπολιτικής και εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων και μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών».

Και επισήμανε ότι «από το 2009 μέχρι το 2014 η δημόσια δαπάνη για νοσοκομειακή περίθαλψη μειώθηκε πάνω από 15%, για πρωτοβάθμια περίθαλψη πάνω από 38% και για τα φάρμακα πάνω από 46%, με την ιδιωτική δαπάνη να αυξάνεται αντιστοίχως περισσότερο από 20% για νοσοκομειακή περίθαλψη και περισσότερο από 15% για τα φάρμακα αντίστοιχα. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, μετατόπιση της δαπάνης προς τον ιδιωτικό τομέα, προς το πορτοφόλι των πολιτών, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, τη στιγμή που οι ανασφάλιστοι συμπολίτες μας δεν είχαν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη έως πρόσφατα. Είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα κατείχε, το 2014, ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό υγειονομικά ανασφάλιστου πληθυσμού με το εντυπωσιακό 23%».

Όπως σχολίασε ο κ. Παπαδημούλης, και στην ΕΕ τα συστήματα υγείας αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια μια σειρά προβλημάτων, προκλήσεων και οπισθοδρομήσεων. Η αύξηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, η γήρανση του πληθυσμού, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους σε αρκετά κράτη-μέλη, η ανεργία και η συνακόλουθη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, συνθέτουν το παζλ ενός τομέα που χρειάζεται καλύτερο συντονισμό και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε επίπεδο τόσο εθνικό, όσο και ευρωπαϊκό.

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους:

· Μέχρι το 2050, το 40% των Ευρωπαίων θα είναι άνω των 65 ετών.

· Η μείωση των γεννήσεων στην ΕΕ είναι 2.1%, κατά μέσο όρο, για τα έτη 2009-14, γερνάει δηλαδή η ΕΕ.

· Το 80% της ηλικιακής ομάδας άνω των 60 ετών, μια ηλικιακή ομάδα που διαρκώς αυξάνεται, υποφέρει από χρόνιες παθήσεις, με το ιατρικό κόστος σε επίπεδο ΕΕ να ξεπερνά συνολικά τα 700 δισ. ευρώ.

· Το 10% των Ευρωπαίων εγκαταλείπει την εργασία του για λόγους υγείας, ενώ σε πολλές χώρες η ποιότητα παροχής υπηρεσιών υγείας ακολουθεί μια διαρκή πτωτική τάση.

· Το 27% των ασθενών στην ΕΕ καταφεύγει στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, επειδή δεν διαθέτει επαρκή πρωτοβάθμια περίθαλψη.

· Κατά μέσο όρο, το 15% των δαπανών για την υγεία καταβάλλεται από τους ίδιους τους ασθενείς, με τεράστιες αποκλίσεις εντός των χωρών της ΕΕ και με την Ελλάδα να είναι στις πρώτες θέσεις σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο η Κομισιόν και τα κράτη-μέλη να επανεξετάσουν και να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον τομέα υγείας και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να παίξει έναν θετικό ρόλο, ωθώντας προς αυτή την κατεύθυνση.

Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πως η υγεία εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο άσκησης μιας δημόσιας πολιτικής. Οι πολιτικές στον τομέα της υγείας οφείλουν να έχουν στον πυρήνα τους τον σεβασμό προς τον άνθρωπο, να μην περιθωριοποιούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τις ασθενέστερες, να ενισχύουν την ισότιμη πρόσβαση, να αυξάνουν τη δημόσια δαπάνη και τη δημόσια φροντίδα για νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη, να βελτιώνουν το επίπεδο ζωής των πολιτών και να συμβάλλουν κατά συνέπεια σε όλους τους κρίκους της κοινωνικής και οικονομικής αλυσίδας.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις στον κλάδο της υγείας είναι απαραίτητες, ιδιαίτερα η δημόσια επένδυση. Όπως απαραίτητη είναι τόσο η κάλυψη των κενών σε προσωπικό, όσο και η εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης και η παροχή βέλτιστων δυνατών υπηρεσιών στους πολίτες».