Υπογλυκαιμία: Καθοριστικές οι πρώτες εβδομάδες της θεραπείας

  • Ρούλα Τσουλέα
υπογλυκαιμία
Οι υπογλυκαιμίες μπορεί να υπονομεύσουν την αντιμετώπιση του διαβήτη στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας.

Η υπογλυκαιμία δεν είναι απλώς μία δυσάρεστη εμπειρία για τα άτομα με διαβήτη. Μπορεί να αναδειχθεί σε σοβαρό εμπόδιο για τη θεραπεία. Και αυτό γιατί τρομάζει τους ασθενείς, οι οποίοι συχνά μειώνουν τα φάρμακά τους για να την αποφύγουν.

Ο φόβος της υπογλυκαιμίας αφορά κυρίως όσους παίρνουν ινσουλίνη. Οι ασθενείς αυτοί είναι οι πάσχοντες από τύπου 1 διαβήτη και οι πάσχοντες από τύπου 2 ο οποίος δεν ρυθμίστηκε με άλλα φάρμακα.

Συνολικά για τη χώρα μας πρόκειται για περίπου 150.000-160.000 άτομα, εκ των οποίων οι περίπου 130.000 πάσχουν από τύπου 2 διαβήτη.

Ο τύπου 1 διαβήτης εκδηλώνεται κυρίως σε νεαρά άτομα και αντιμετωπίζεται από την πρώτη στιγμή με ενέσεις ινσουλίνης.

Αντιθέτως, ο διαβήτης τύπου 2, που είναι η συχνότερη μορφή της νόσου, συνήθως σχετίζεται με την παχυσαρκία. Έτσι, συνήθως εκδηλώνεται αργότερα στη ζωή και αρχικά γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με δίαιτα και άσκηση.

Αν αυτά τα μέτρα δεν αποδώσουν, χορηγείται φαρμακευτική αγωγή σε μορφή δισκίων. Οι ασθενείς μπορεί να χρειασθούν διπλή, τριπλή ή τετραπλή αγωγή, λαμβάνοντας συνδυασμούς φαρμάκων από διάφορες κατηγορίες.

Αν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους δεν ρυθμιστούν, θα χρειασθεί να λάβουν ινσουλίνη, συχνά σε συνδυασμό με δισκία.

Όπως εξήγησε προσφάτως σε συνέντευξη Τύπου η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας δρ Άλις Τσενγκ, από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά, η σωστή εκπαίδευση των ασθενών με διαβήτη τύπου 2, ώστε να μάθουν να ρυθμίζουν την δόση της ινσουλίνης τους, έχει καθοριστική σημασία για την πορεία της θεραπείας τους.

Και αυτό, διότι αν πάθουν υπογλυκαιμία στη διάρκεια της τιτλοποίησης, μπορεί ακόμα και να διακόψουν την ινσουλινοθεραπεία.

Πως γίνεται η τιτλοποίηση

Η τιτλοποίηση συνίσταται στην προοδευτική αύξηση των λαμβανόμενων μονάδων ινσουλίνης, έως ότου ρυθμιστεί το σάκχαρο.

Η τιτλοποίηση συνήθως διαρκεί 12 εβδομάδες. Κατά την έναρξή της, ο ασθενής παίρνει αρχικά χαμηλή δόση ινσουλίνης. Ένα άτομο, λ.χ., βάρους 100 κιλών μπορεί να αρχίσει με 10-20 μονάδες ινσουλίνης (ή 0,1-0,2 μονάδες ανά κιλό σωματικού βάρους).

Στόχος είναι να έχει ο ασθενής σάκχαρο 80-130 mg/dl όταν είναι νηστικός (σάκχαρο νηστείας). Αν το σάκχαρό του είναι υψηλότερο από το ανώτατο όριο, πρέπει να αυξήσει λίγο (κατά μερικές μονάδες) τη δόση της ινσουλίνης. Αν είναι χαμηλότερο από το κατώτατο όριο, η δόση της ινσουλίνης πρέπει να μειωθεί λίγο.

Η αναπροσαρμογή συνήθως γίνεται κάθε 3 ημέρες, έως ότου σταθεροποιηθεί το σάκχαρο στα επιθυμητά επίπεδα.

Στο διάστημα αυτών των εβδομάδων είναι πιθανό να παρουσιαστεί υπογλυκαιμία, δηλαδή σάκχαρο κάτω από 70 mg/dl. Μάλιστα μπορεί να μην υπάρξει μόνο ένα επεισόδιο αλλά περισσότερα, καθώς προσαρμόζεται ο οργανισμός στην λαμβανόμενη ινσουλίνη.

«Κατά τις 12 πρώτες εβδομάδες γίνεται η μεγάλη τιτλοποίηση και αύξηση της δόσης της ινσουλίνης, για να ρυθμιστεί το σάκχαρο», εξήγησε η δρ Τσενγκ. «Επομένως μπορεί να υπάρξει υπογλυκαιμία».

Η υπογλυκαιμία μπορεί να είναι από ήπια έως κλινικά σημαντική και σοβαρή. Κλινικά σημαντική θεωρείται όταν το σάκχαρο πέφτει κάτω από τα 54 mg/dl.

Σοβαρή θεωρείται όταν το σάκχαρο μειωθεί τόσο πολύ, ώστε το άτομο χρειάζεται βοήθεια για να φάει ή να πιεί κάτι που θα το ανεβάσει.

Η πιο επίφοβη για τους ασθενείς είναι η υπογλυκαιμία που συμβαίνει τη νύχτα, διότι ανησυχούν ότι δεν θα την καταλάβουν και δεν θα μπορέσουν να αντιδράσουν.

Βελτιωμένες ινσουλίνες

Ο σκόπελος της υπογλυκαιμίας γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστεί με βελτίωση των θεραπειών που χορηγούνται στους ασθενείς.

Όπως εξήγησε η δρ Τσενγκ στο 54ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), προς τον σκοπό αυτό έχουν αναπτυχθεί δεύτερης γενιάς ανάλογα βασικής ινσουλίνης.

Οι ινσουλίνες αυτές βελτιώνουν το σάκχαρο εξίσου καλά με εκείνες της πρώτης γενιάς, αλλά προκαλούν λιγότερες υπογλυκαιμίες, σύμφωνα με νέες μελέτες.

Μία από αυτές παρουσιάσθηκε από την δρα Τσενγκ στο συνέδριο. Όπως έδειξε, με τις δεύτερης γενιάς βασικές ινσουλίνες επιτυγχάνεται ο στόχος της ρύθμισης του σακχάρου μέσα στις πρώτες 12 εβδομάδας.

Στη μελέτη αυτή, που λέγεται BRIGHT, συμμετείχαν περισσότεροι από 900 ενήλικες με διαβήτη τύπου 2. Οι ασθενείς αυτοί ήσαν υπέρβαροι έως παχύσαρκοι, δεν είχαν ξαναπάρει ινσουλίνη και ήσαν αρρύθμιστοι. Έτσι, είχαν μέση γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) 8,7%.

Η HbA1c δείχνει τη μέση τιμή του σακχάρου κατά τους 2-3 τελευταίους μήνες. Στόχος στον διαβήτη είναι να παραμένει κάτω από 7%.

Η νέα μελέτη έδειξε ότι με τις δεύτερης γενιάς βασικές ινσουλίνες η μέση HbA1c των ασθενών μειώθηκε στο 7,3%, μέσα στις πρώτες 12 εβδομάδες. Ωστόσο, με μία από τις ινσουλίνες που εξετάστηκαν, την ινσουλίνη glargine 300, υπήρξαν 26% λιγότερα επεισόδια υπογλυκαιμίας.

Επιπλέον, οι ασθενείς είχαν 23% λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν έστω και μία υπογλυκαιμία.

Άλλη μελέτη, εξάλλου, έδειξε ότι με αυτή τη δεύτερης γενιάς ινσουλίνη μειώνονται τα υπογλυκαιμικά επεισόδια και σε σύγκριση με τις πρώτης γενιάς βασικές ινσουλίνες.

Έχει διαπιστωθεί ότι η μέση τιμή της HbA1c που επιτυγχάνεται κατά τις πρώτες 12 εβδομάδες της θεραπείας, παραμένει σχεδόν ίδια στη συνέχεια της θεραπείας.