Νέα θεραπεία μειώνει τις υποτροπές του δεύτερου συχνότερου καρκίνου στην Ελλάδα

  • Ρούλα Τσουλέα
υποτροπές
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Καρκίνου (GCO) ο καρκίνος αυτός ανιχνεύεται ετησίως σε σχεδόν 7.900 Έλληνες.

H χορήγηση χημειοθεραπείας πριν από την χειρουργική αφαίρεση του όγκου μπορεί να μειώνει σημαντικά τις υποτροπές του καρκίνου του παχέος εντέρου, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων.

Σε μελέτη που πραγματοποίησε σε εκατοντάδες εθελοντές κατέληξε διαπίστωσε ότι η προεγχειρητική θεραπεία μπορεί να μειώνει κατά 28% τις πιθανότητες επανεμφάνισης της νόσου.

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ο δεύτερος συχνότερος στη χώρα μας (σ.σ. πρώτος είναι ο καρκίνος του πνεύμονα). Υπολογίζεται ότι ετησίως σχεδόν 7.900 άνδρες και γυναίκες μαθαίνουν ότι πάσχουν από αυτόν. Περισσότεροι από 3.900, εξ άλλου, χάνουν ετησίως τη ζωή τους εξαιτίας του.

Ωστόσο υποτροπιάζει σε ποσοστό 30-40% των ασθενών που ολοκληρώνουν την αρχική θεραπεία (εγχείρηση και χημειοθεραπεία). Οι υποτροπές είναι πιθανότερες κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια από την θεραπεία. Η συντριπτική πλειονότητα (το 95%) συμβαίνουν μέσα στην πρώτη τετραετία.

Το ποσοστό των υποτροπών είναι πάρα πολύ υψηλό και οι ερευνητές αναζητούν θεραπευτικές στρατηγικές για να το μειώσουν. Η προεγχειρητική χημειοθεραπεία θα μπορούσε να είναι μία αυτές, διασώζοντας ετησίως δεκάδες χιλιάδες ζωές σε όλο τον κόσμο.

«Είναι εκπληκτικό να βλέπουμε τόσο θετικά αποτελέσματα από μία τόσο προσεκτικά σχεδιασμένη μελέτη», δήλωσε η κυρία Genevieve Edwards, εκτελεστική διευθύντρια του οργανισμού Bowel Cancer UK. «Είναι φανταστική η είδηση ότι αυτή η αγωγή έχει τη δυνατότητα να κάνει αληθινή διαφορά στις ζωές χιλιάδων ασθενών, που διαγιγνώσκονται ετησίως με καρκίνο του παχέος εντέρου».

Η νέα μελέτη

Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Journal Of Clinical Oncology. Η νέα μελέτη ονομάζεται FOxTROT. Διεξήχθη από επιστήμονες των πανεπιστημίων του Μπέρμιγχαμ και του Ληντς σε 1.053 ασθενείς από τη Βρετανία, τη Δανία και τη Σουηδία. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 63 χρόνια.

Όλοι οι ασθενείς έπασχαν από τοπικά προχωρημένο καρκίνο του παχέος εντέρου. Στόχος της μελέτης ήταν να εξακριβωθεί αν η λεγόμενη νεοεπικουρική χημειοθεραπεία (NAC) μπορεί να μειώσει τις υποτροπές έναντι της κλασικής μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας.

Η χημειοθεραπεία κατά κανόνα χορηγείται μετά την εγχείρηση για να εξουδετερώσει τυχόν εναπομείναντα καρκινικά κύτταρα, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναζωπύρωση της νόσου.

Η νεοεπικουρική (ή προεγχειρητική) χημειοθεραπεία έχει βελτιώσει σημαντικά τις εκβάσεις σε άλλες μορφές γαστρεντερικής κακοήθειας, σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους. Θέλησαν λοιπόν να δουν αν είναι εξίσου αποτελεσματική και εναντίον του καρκίνου του παχέος εντέρου.

Οι ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Εκείνοι της πρώτης υποβλήθηκαν πρώτα σε έξι εβδομάδες χημειοθεραπείας και ύστερα  χειρουργήθηκαν. Μετά την εγχείρηση, εξ άλλου, έκαναν ακόμα 18 εβδομάδες χημειοθεραπείας.

Οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας υποβλήθηκαν στην κλασική θεραπεία που συνίσταται σε εγχείρηση και ύστερα 24 εβδομάδες χημειοθεραπείας.

Τα ευρήματα

Όπως έδειξε η έκβαση των ασθενών, όσοι υποβλήθηκαν στην προεγχειρητική χημειοθεραπεία είχαν πολύ λιγότερες υποτροπές. Ειδικότερα, μέσα στα πρώτα 2 χρόνια από την αρχική θεραπεία είχε υποτροπιάσει:

  • Το 21,5% των ασθενών που υποβλήθηκαν στην κλασική θεραπεία
  • Το 16,9% των ασθενών που υποβλήθηκαν στη νέα θεραπευτική προσέγγιση, που συμπεριλαμβάνει προεγχειρητική χημειοθεραπεία

Η διαφορά αυτή υποδηλώνει ότι οι ασθενείς που έκαναν προεγχειρητική χημειοθεραπεία διέτρεχαν κατά 28% μειωμένο κίνδυνο να υποτροπιάσουν.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να αλλάξουν την καθιερωμένη αντιμετώπιση στον καρκίνο του παχέος εντέρου. «Ολοένα περισσότερα δεδομένα δείχνουν τη σημασία της προεγχειρητικής χημειοθεραπείας σε αρκετές μορφές καρκίνου. Πιστεύουμε ότι τα δεδομένα μας μπορούν να μεταμορφώσουν την προσέγγιση του καρκίνου του παχέος εντέρου στην κλινική πράξη», δήλωσε η Dr. Laura Magill, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.

Φωτογραφία: iStock