Μύθος η υπερκατανάλωση βιολογικών θεραπειών στην Ελλάδα

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάστηκαν στη στρογγυλή τράπεζα «Ανεκπλήρωτες ανάγκες για τον ασθενή με ρευματοειδή αρθρίτιδα: Στόχοι για το μέλλον με οδηγό την επιτυχία του παρελθόντος» στο 13ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη Διοίκηση, τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) σε συνεργασία με την Ελληνική Επιστημονική Εταιρεία Οικονομίας & Πολιτικής της Υγείας (ΕΕΕΟΠΥ) καθώς και με την υποστήριξη άλλων επιστημονικών φορέων.

Στο στρογγυλό τραπέζι συμμετείχαν ο καθηγητής Ρευματολογίας, Δημήτρης Μπούμπας, ο Οικονομολόγος Υγείας κ. Κώστας Αθανασάκης και η κ. Σούζη Μακρή, εκπρόσωπος της AGORA, του οργανισμού – πλατφόρμα που εκπροσωπεί 19 οργανώσεις ατόμων με Ρευματικές και Μυοσκελετικές Παθήσεις από 15 χώρες της Νότιας Ευρώπης.

Στο πλαίσιο της συζήτησης, αναφέρθηκε ότι η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι η συχνότερη φλεγμονώδης αρθρίτιδα παγκοσμίως με τεράστια επίπτωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών και τα συστήματα υγείας, με τον επιπολασμό της στην Ελλάδα να φτάνει το 0.84% του πληθυσμού, καθώς και ότι τα τελευταία χρόνια με τις σύγχρονες θεραπείες, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση της νόσου και την αποφυγή μόνιμων αναπηριών στους ασθενείς.

Μόνο το 20% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα παίρνει βιολογική θεραπεία

Ο κ. Μπούμπας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «στο παρελθόν το 50% των ασθενών με ΡΑ έβγαινε σε αναπηρική σύνταξη μέσα σε μια δεκαετία από τη διάγνωση της νόσου» και υπογράμμισε ότι «ενώ σοβαρή νόσο έχει 20-30% των πασχόντων, σύμφωνα με στοιχεία της ΗΔΙΚΑ, θεραπεία με βιολογικούς παράγοντες παίρνει μόνο το 15-20% των ασθενών (περίπου 19.000 ασθενείς) με σοβαρή ΡΑ, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι ως και 50% των ασθενών με σοβαρή ΡΑ δεν έχουν λάβει βιολογική θεραπεία. Τα παραπάνω στοιχεία τεκμηριώνουν όχι μόνο ότι δεν γίνεται κατάχρηση των βιολογικών παραγόντων στην Ελλάδα αλλά ότι υπάρχει θέμα υποθεραπείας των σοβαρά πασχόντων».

Παράλληλα, αναφέρθηκε ότι υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην έγκαιρη διάγνωση σε ασθενείς με ΡΑ στην Ελλάδα καθώς μόνο στο 27% η διάγνωση γίνεται στο πρώτο 3μηνο από την έναρξη της νόσου. Το γεγονός αυτό έχει σημαντική επίπτωση τόσο στην εξέλιξη του νοσήματος όσο και στην οικονομική επιβάρυνση για το σύστημα υγείας που εκτιμάται στα 2000 ευρώ ανά ασθενή.

Έγκαιρη έναρξη θεραπείας

Ο κ. Αθανασάκης υπογράμμισε στην ομιλία του το ζήτημα της έγκαιρης θεραπείας και τόνισε ότι «η έγκαιρη έναρξη της θεραπείας δίνει καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα, βελτιώνει τη συνολική ποιότητα ζωής των πασχόντων (σε όρους Quality Adjusted Life Years) και μειώνει τις απώλειες παραγωγικότητας (έμμεσο κόστος) για την κοινωνία».

Ανεκπλήρωτες ανάγκες

Η κα. Μακρή, με τη σειρά, της μίλησε για τις ανεκπλήρωτες ανάγκες των ασθενών που αφορούν κυρίως τη λειτουργικότητα τους, την ανακούφιση των συμπτωμάτων της νόσου, τη βελτίωση της ψυχικής τους υγείας, την ένταξή τους σε κοινωνικές δραστηριότητες και γενικά τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, τονίζοντας ότι «κλειδί στην καλή εξέλιξη της πορείας της νόσου είναι η ανάπτυξη μιας καλής σχέσης μεταξύ γιατρού και ασθενή και το χτίσιμο κοινών στόχων που αφορούν την ασθένεια».

Στη συνέχεια δήλωσε ότι «σήμερα το 1/3 των ασθενών θα βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση και το 30-40% δηλώνει ανικανότητα για εργασία 5 χρόνια μετά τη διάγνωση. Με την έλευση των βιολογικών παραγόντων έχει υπάρξει βελτίωση της ικανότητας για εργασία αλλά ακόμα υπολείπεται σημαντικά έναντι του γενικού πληθυσμού.

Τέλος, η κα. Μακρή σημείωσε ότι «είναι πολύ σημαντικό να συμπεριλαμβάνονται οι ασθενείς στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε θέματα πολιτικής υγείας», αναφερόμενη στο πετυχημένο παράδειγμα της Κύπρου, όπου οι εκπρόσωποι των ασθενών συμμετέχουν δια νόμου σε όλες τις διαδικασίες που τους αφορούν.