Ιδρώνετε πολύ; Πότε η εφίδρωση είναι παθολογική και πως αντιμετωπίζεται

  • Ρούλα Τσουλέα
εφίδρωση
Τι προβλήματα δημιουργεί η υπερβολική παραγωγή ιδρώτα όταν ο οργανισμός δεν χρειάζεται δρόσισμα. Τι αναφέρουν οι ασθενείς. Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η παθολογική εφίδρωση.

Πολλά προβλήματα στην καθημερινότητά τους αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που ιδρώνουν πάρα πολύ, συνήθως σε συγκεκριμένα σημεία του σώματός τους και σε βαθμό που τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Αν και η εφίδρωση είναι ένας φυσικός, πολύτιμος μηχανισμός του οργανισμού, σε αρκετούς ανθρώπους είναι παθολογική και χρειάζεται εξειδικευμένη αντιμετώπιση.

Η υπερβολική εφίδρωση μπορεί να επηρεάσει κάθε πλευρά της ζωής των πασχόντων από υπεριδρωσία. Μπορεί να τους δημιουργήσει επαγγελματικά και κοινωνικά προβλήματα. Συχνά τους οδηγεί στην απομόνωση επειδή η εικόνα τους είναι απωθητική.

Ακόμα εντονότερες είναι οι επιπτώσεις στους ανθρώπους που πάσχουν και από βρωμιδρωσία, δηλαδή εκείνους των οποίων ο ιδρώτας μυρίζει άσχημα. Οι δύο καταστάσεις είναι αλληλένδετες και πραγματικά κάνουν δύσκολη τη ζωή.

Διαβάστε ακόμα Εφίδρωση: Πότε είναι παθολογική – Τι είναι η υπεριδρωσία

Όπως εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός Γεώργιος Βελημβασάκης, η εφίδρωση είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της φυσιολογικής θερμοκρασίας του σώματος. Η υπεριδρωσία είναι μια παθολογική διαταραχή κατά την οποία το άτομο ιδρώνει περισσότερο από όσο έχει ανάγκη. Μάλιστα η εφίδρωση συχνά αναπτύσσεται και όταν ο οργανισμός δεν έχει ανάγκη από δρόσισμα.

Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής

Η υπεριδρωσία μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Οι δύο αυτές μορφές έχουν διαφορετική αιτία, αλλά το επακόλουθο είναι το ίδιο. Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία:

  • Έχει επιπολασμό περίπου 3%
  • Προκαλεί υπερβολική εφίδρωση περισσότερες από μία φορά την εβδομάδα
  • Αποδιοργανώνει τις καθημερινές δραστηριότητες
  • Διαρκεί τουλάχιστον για 6 μήνες

Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία συνήθως αρχίζει κατά την εφηβεία. Η αιτία της είναι η υπερδιέγερση των αποκρινών αδένων που βρίσκονται:

  • Στις παλάμες
  • Στα πέλματα
  • Στις μασχάλες
  • Στο πρόσωπο

Υπολογίζεται ότι περισσότερο από το 90% των πασχόντων από υπεριδρωσία, έχουν την πρωτοπαθή μορφή της.  Η δευτερογενής υπεριδρωσία σχετίζεται με υποκείμενες παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Σχετίζεται επίσης με τη λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως τα στεροειδή.

Εφίδρωση με δυσάρεστη οσμή

Ιδιαίτερα ενοχλητική είναι η μασχαλιαία υπεριδρωσία. Περισσότεροι από ένας στους τρεις πάσχοντες από αυτήν αναφέρουν ότι είναι ελάχιστα ανεκτή ή εντελώς απαράδεκτη. Αναφέρουν ακόμα πως σχεδόν πάντα παρεμβαίνει στις καθημερινές δραστηριότητές τους.

Έως τα δύο τρίτα των πασχόντων, εξ άλλου, αναφέρουν οικογενειακό ιστορικό. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση. Παρόλο που η μασχαλιαία υπεριδρωσία εκδηλώνεται και στα δυο φύλα, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να την αναφέρουν.

Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο όταν η εφίδρωση προκαλεί μια έντονα δυσάρεστη οσμή. Η οσμή αυτή «οφείλεται στη βακτηριακή αποσύνθεση της έκκρισης κυρίως από τους αποκρινείς αδένες, οι οποίοι ενεργοποιούνται με την είσοδο στην εφηβεία», εξηγεί ο κ. Βελημβασάκης. «Η υπεριδρωσία και η βρωμιδρωσία είναι δύο παθήσεις με στενούς δεσμούς, οι οποίες αποτελούν μακροπρόθεσμη πηγή επιβλαβούς συναισθηματικής και σωματικής δυσφορίας».

Τοπικές εκδηλώσεις

Η υπερβολική εφίδρωση συνήθως είναι τοπική. Το ποσοστό των πασχόντων από γενικευμένη πρωτοπαθή υπεριδρωσία είναι μικρό. Στο 90% των περιπτώσεων η παθολογική υπερβολική εφίδρωση είναι εστιακή και οι περιοχές που επηρεάζονται συνήθως συμπεριλαμβάνουν:

  • Τις μασχάλες
  • Τις παλάμες
  • Τα πέλματα
  • Τις κρανιοπροσωπικές περιοχές

Είναι δηλαδή οι ίδιες περιοχές όπου βρίσκονται οι αποκρινείς αδένες που υπερδιεγείρονται.

Οι θεραπείες

Για την αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας υπάρχουν διάφορες μη χειρουργικές θεραπείες και χειρουργικές θεραπείες. Στις μη χειρουργικές μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνονται:

  • Αντιιδρωτικά
  • Ιοντοφόρηση
  • Αντιχολινεργικά
  • Θεραπεία με λέιζερ ή υπερήχους
  • Θερμόλυση

Η χρήση των τοπικά και από του στόματος θεραπευτικών σχημάτων που χρησιμοποιούνται ευρέως για να αντιμετωπιστεί η υπερβολική εφίδρωση δεν προσφέρουν πάντα ικανοποιητικά αποτελέσματα. Μπορεί επίσης να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ερεθισμό του δέρματος ή ξηρότητα των γύρω ιστών, λέει ο κ. Βελημβασάκης.

Οι χειρουργικές προσεγγίσεις εφαρμόζονται στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις και μετά από αποτυχία των συντηρητικών μεθόδων. Παραδείγματα τέτοιων επεμβάσεων είναι η ενδοσκοπική συμπαθεκτομή και η υποδόρια θεραπεία λιποαναρρόφησης. Ωστόσο, και οι χειρουργικές θεραπείες ενέχουν τον κίνδυνο εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως η ξηροδερμία.

Εγχύσεις αλλαντοτοξίνης (μπότοξ)

Μία θεραπεία που φαίνεται ότι βοηθά σημαντικά τους ασθενείς με υπερβολική εφίδρωση είναι οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης (μπότοξ). Είναι η πιο μελετημένη θεραπεία της υπεριδρωσίας και καταδεικνύει σταθερή βελτίωση των συμπτωμάτων, κατά τον κ. Βελημβασάκη.

Η χρήση της μεθόδου είναι κλινικά αποτελεσματική και προσφέρει ικανοποίηση στον ασθενή. Μπορεί να θεωρηθεί ως θεραπεία πρώτης ή δεύτερης γραμμής για την υπεριδρωσία που επηρεάζει τις μασχάλες, τις παλάμες, τα πέλματα, το πρόσωπο.

Πρόσφατη ανασκόπηση οκτώ προγενέστερων κλινικών μελετών έδειξε ότι η θεραπεία με αλλαντική τοξίνη μειώνει σημαντικά την παραγωγή ιδρώτα. Βελτιώνει επίσης τη σοβαρότητα της νόσου και την ποιότητα ζωής των πασχόντων. Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Aesthetic Plastic Surgery.

Εξίσου αποτελεσματική φαίνεται πως είναι η χρήση του μπότοξ και στην υπερβολική εφίδρωση με κακοσμία. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι εγχύσεις είναι αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της μασχαλιαίας βρωμιδρωσίας, που απασχολεί τους περισσότερους ασθενείς

Ακόμα και στους εφήβους με μασχαλιαία βρωμιδρωσία, οι εγχύσεις φαίνεται πως είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές. Επιπλέον, τα αποτελέσματά τους διαρκούν αρκετ. Ωστόσο, η ακριβής διάρκεια είναι μεταβλητή και η δοσολογία ρυθμίζεται βάσει της ατομικής απόκρισης στη θεραπεία.

Οι ασθενείς με παθολογική εφίδρωση που κάνουν ενέσεις μπότοξ «τείνουν να βλέπουν αποτελέσματα 2-4 ημέρες μετά τη θεραπεία. Τα πλήρη αποτελέσματα είναι συνήθως αισθητά εντός 2 εβδομάδων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, διαρκούν έξι έως εννέα μήνες», καταλήγει ο κ. Βελημβασάκης.