Γιατί δε μένω έγκυος; Τι φταίει

  • Iatropedia
Υπογόνιμο θεωρείται ένα ζευγάρι, που μετά από επαφές χωρίς προφύλαξη για περισσότερο από ένα έτος, δεν έχει επιτύχει σύλληψη και αφορά το 10% με 15% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας. Υπάρχουν στατιστικές, που υπολογίζουν πως η γυναικεία υπογονιμότητα διαγιγνώσκεται σε ποσοστά που κυμαίνοντα μεταξύ του 40% και του 55% των υπογόνιμων ζευγαριών. Εξάλλου, σε ένα ποσοστό περίπου 10% των υπογόνιμων ζευγαριών η γυναικεία υπογονιμότητα συνυπάρχει με παράγοντες ανδρικής υπογονιμότητας.

Του Μενέλαου Κ. Λυγνού Μαιευτήρα Χειρουργού Γυναικολόγου

Το γυναικείο γεννητικό σύστημα παρέχει όχι μόνο το γεννητικό κύτταρο, δηλαδή το ωάριο, αλλά και το όργανο, που προσφέρει το ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα γίνει η γονιμοποίηση και το έμβρυο θα αναπτυχθεί, δηλαδή τη μήτρα και τις σάλπιγγες.

Γυναικεία υπογονιμότητα μπορεί να προκληθεί από οποιαδήποτε λειτουργική ή ανατομική διαταραχή στο γυναικείο γεννητικό σύστημα, η οποία ανατρέπει τους ευαίσθητους μηχανισμούς, που είναι απαραίτητοι για τη γονιμοποίηση του ωαρίου και την ανάπτυξη του εμβρύου.

Αφετηρία της γυναικείας γονιμότητας είναι η παραγωγή ωαρίων. Η γυναίκα γεννιέται με συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων, μερικά εκ των οποίων θα ωριμάσουν και ενδεχομένως θα γονιμοποιηθούν.

Η υπογονιμότητα, η οποία προκαλείται από προβλήματα στην παραγωγή ωαρίων φαίνεται πως αφορά μέχρι και το 25% των υπογόνιμων ζευγαριών.

Τα προβλήματα στην παραγωγή ωαρίων μπορεί να προκαλούνται από δυσλειτουργίες στον υποθάλαμο ή στην ίδια την ωοθήκη.

Ο υποθάλαμος είναι μία περιοχή του εγκεφάλου, από την οποία παράγονται οι ορμόνες Ωοθυλακιοτρόπος (FSH – Follicle Stimulating Hormone) και Ωχρινοτρόπος (LH – Luteinizing Hormone). Οι ορμόνες αυτές είναι απαραίτητες για την ωρίμανση των ωαρίων και για την ωοθυλακιορρηξία.

Η παραγωγή των ορμονών αυτών μπορεί να επηρεαστεί από καταστάσεις έντονης συναισθηματικής φόρτισης (stress) καθώς και από την πρόσληψη ή απώλεια βάρους καθώς και από την πολύ έντονη άσκηση, όπως συμβαίνει σε πολλές αθλήτριες.

Η διατάραξη της παραγωγής ωαρίων ως αποτέλεσμα της προβληματικής λειτουργίας του υποθαλάμου χαρακτηρίζεται από ασταθή κύκλο ή ακόμα και από αμηνόρροια.

Μία άλλη περιοχή του εγκεφάλου, που εμπλέκεται στην γυναικεία υπογονιμότητα είναι η Υπόφυση.

Στην περιοχή αυτή παράγεται η ορμόνη Προλακτίνη (PRL – Prolactin), η οποία εμπλέκεται κυρίως στην παραγωγή γάλακτος κατά το θηλασμό, ενώ εμπλέκεται και στη ρύθμιση του μεταβολισμού και του ανοσοποιητικού συστήματος.

Υπερβολική παραγωγή της ορμόνης αυτής από την Υπόφυση χαρακτηρίζεται από γαλακτόρροια (εκροή γάλακτος από τους μαστούς) και ανωοθυλακιορρηξία.

Η άνοδος στην παραγωγή προλακτίνης συνδέεται με τόσο με προβλήματα της υπόφυσης και συνήθως αντιμετωπίζεται με μία απλή φαρμακευτική αγωγή, όσο και με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής για κάποια άλλη ασθένεια. Η υπερπρολακτιναιμία (άνοδος των επιπέδων της προλακτίνης στο αίμα) διαπιστώνεται καταρχήν με μία απλή εξέταση αίματος.

Μία άλλη κατάσταση, στην την οποία υφίσταται γυναικεία υπογονιμότητα ώς απόρροια δυσχερούς παραγωγής ωαρίων είναι και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Ο αφσαλέστερος τρόπος για να επιβεβαιωθεί η ικανότητα των ωοθηκών να παράγουν ωάρια είναι η υπερηχογραφική παρακολούθηση της ωοθυλακιορρηξίας σε συνδυασμό με συγκεκριμένες ορμονικές εξετάσεις.

Οι περιπτώσεις γυναικείας υπογονιμότητας αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας. Συνήθως η φαρμακευτικά προκαλούμενη ωοθυλακιορρηξία συνδυάζεται με υπερηχογραφική παρακολούθηση της ωοθυλακιορρηξίας και σπερματέγχυση. Επί αποτυχίας της προσπάθειας αντιμετώπισης της υπογονιμότητας με πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας καταφεύγουμε στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Άλλο αίτιο της γυναικείας υπογονιμότητας είναι και η απόφραξη των σαλπίγγων. Η απόφραξη των σαλπίγγων εμποδίζει τη συνεύρεση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο και ως εκ τούτου εμποδίζει τη γονιμοποίηση. Τα αίτια της απόφραξης των σαλπίγγων είναι η λοίμωξη από Χλαμύδια ή Γονόρροια και η καταστροφή της σάλπιγγας ως αποτέλεσμα έκτοπου κύησης. Η διαβατότητα των σαλπίγγων διαπιστώνεται με την υστεροσαλπιγγογραφία.

Θεωρητικά η γονιμότητα της γυναίκας διατηρείτα ακόμα και αν μόνο η μία σάλπιγγα είναι λειτουργική. Σε περίπτωση όμως, που αμφότερες οι σάλπιγγες παρουσιάζουν απόφραξη, η μόνη λύση είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση.

Άλλο συχνό αίτιο γυναικείας υπογονιμότητας είναι και η ενδομητρίωση. Η εμφύτευση δηλαδή ενδομητρικού ιστού, ο οποίος, υπό φυσιολογικές συνθήκες, εντοπίζεται μόνον εντός της μήτρας.

Στην περίπτωση αυτή η γονιμότητα μπορεί να αποκατασταθεί με τη θεραπεία της ενδομητρίωσης, αλλά συχνά καταφεύγουμε στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Παράγων γυναικείας υπογονιμότητας είναι και οι ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας και του τραχήλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η υπογονιμότητα μπορεί να αντιμετωπισθεί με την αποκατάσταση των ανωμαλιών αυτών.

Όλες οι συζητήσεις περί γυναικείας υπογονιμότητας κάποια στιγμή αγγίζουν αναπόφευκτα και το ευαίσθητο θέμα της ηλικίας της γυναίκας. Οι σύγχρονες συνθήκες ζωής έχουν προκαλέσει μετατόπιση της μέσης ηλικίας, που οι γυναίκες επιλέγουν να ξεκινήσουν προσπάθειες τεκνοποίησης προς τα πάνω. Ενώ η γονιμότητα στον άνδρα δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από την ηλικία, δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη γυναίκα.

Μελέτες τοποθετούν την έναρξη της κάμψης της γονιμότητας στη γυναίκα από τις αρχές της δεκαετίας των 30. Η κάμψη αυτή επιταχύνεται προς τα τέλη της δεκαετίας των 30 και τις αρχές της δεκαετίας των 40.

Όπως έχει ήδη ειπωθεί η γυναίκα δεν παράγει ωάρια κατά τη διάρκεια της ζωής της, αλλά γεννιέται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων, εκ των οποίων κάποια θα φθάσουν στην ωρίμανση. Επομένως, μπορούμε τρόπον τινά να πούμε πως η ηλικία των ωαρίων ακολουθεί την ηλικία της γυναίκας.

Ενδιαφέρον έχουν στοιχεία, που προκύπτουν μέσα από προγράμματα δωρεάς ωαρίων. Στα πλαίσια των προγραμμάτων αυτών έμβρυα, που δημιουργήθηκαν από τη γονιμοποίηση ωαρίων νεαρών δοτριών, εμφυτεύονται σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Φαίνεται πως η πιθανότητα επιτυχίας δεν εξαρτάται από την ηλικία της λήπτριας του εμβρύου, αλλά από την ηλικία της δότριας του ωαρίου.

Από αυτήν την παρατήρηση προκύπτει το σαφές συμπέρασμα πως η ηλικία του ωαρίου είναι ο καθοριστικός παράγων της γυναικείας γονιμότητας και όχι η ηλικία του ενδομητρίου, μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί το έμβρυο.

Αυτή η μείωση της γονιμότητας, που συνδέεται με τα ωάρια είναι γνωστή ως μείωση των ωοθηκικών εφεδρειών (decreased ovarian reserve). Με τον όρο «ωοθηκικές εφεδρείες» αναφερόμαστε τόσο στον αριθμό των υπολειπόμενων ανώριμων ωαρίων, που δύνανται να φθάσουν στην ωρίμανση, όσο και στην «ποιότητα» των ωαρίων αυτών, που καθορίζει το αναπαραγωγικό τους δυναμικό.

Η συζήτηση γύρω από τη σχέση της ηλικίας της γυναίκας και της γονιμότητάς της, προκαλεί συναισθηματική πίεση. Εντούτοις, αν και οι σύγχρονες μέθοδοι διέγερσης των ωοθηκών μας δίνουν σημαντικά «όπλα» στην εξασφάλιση της γονιμότητας σε μεγαλύτερη ηλικία, ακόμα και τα μέσα αυτά έχουν τα όριά τους.

Άλλοι παράγοντες, που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη γυναικεία γονιμότητα είναι το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος καθώς και η μη χρήση των κατάλληλων προφυλάξεων κατά των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Η γυναικεία υπογονιμότητα έχει μία πληθώρα από αιτίες, αλλά σήμερα έχουμε τα μέσα να την αντιμετωπίσουμε με ικανοποιητικά ποσοστά επιτυχίας.

Δρ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD

ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ

Master of Science University College London

Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας

http://www.eleftheia.gr/

E-mail: care@eleftheia.gr