Αρτηριακή Υπέρταση: Πότε πρέπει κάποιος να ξεκινήσει φαρμακευτική αγωγή για να την ρίξει
Το κύριο πρόβλημα με την υψηλή πίεση είναι ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αρτηριακή υπέρταση δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα. Ένας άνθρωπος μπορεί να ζει για χρόνια με αυξημένες τιμές χωρίς να αισθάνεται το παραμικρό, ενώ την ίδια στιγμή το καρδιαγγειακό του σύστημα υφίσταται συνεχή καταπόνηση.
Όταν η πίεση του αίματος στα τοιχώματα των αρτηριών παραμένει σταθερά υψηλή, προκαλείται σταδιακή φθορά στα αγγεία, την καρδιά, τους νεφρούς και τον εγκέφαλο.
Αυτή η χρόνια πίεση σκληραίνει τις αρτηρίες (αρτηριοσκλήρυνση) και αναγκάζει την καρδιά να δουλεύει πολύ πιο έντονα για να διοχετεύσει το αίμα στο σώμα. Το κρίσιμο ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ασθενείς και οι γιατροί δεν είναι απλώς «αν» η πίεση είναι υψηλή, αλλά το πότε αυτή η επιβάρυνση γίνεται τόσο επικίνδυνη ώστε οι αλλαγές στον τρόπο ζωής να μην αρκούν πλέον και να καθίσταται απαραίτητη η χημική παρέμβαση μέσω φαρμάκων.
Αρτηριακή Υπέρταση: Πότε μπαίνει η φαρμακευτική αγωγή;
Η απόφαση για την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής είναι μια κομβική στιγμή, καθώς τις περισσότερες φορές πρόκειται για μια δέσμευση που θα συνοδεύει τον ασθενή για όλη του τη ζωή.
Για τον λόγο αυτό, η επιστήμη βασίζεται πλέον σε αυστηρά δεδομένα και μεγάλες κλινικές μελέτες για να ορίσει τα ακριβή όρια παρέμβασης.
Τα όρια της πίεσης και η σημασία τους
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας (ESC) και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης (ESH), η έναρξη της θεραπείας καθορίζεται από τις παρακάτω κατηγορίες:
- Συστολική πίεση ≥160 mmHg ή διαστολική ≥ 100 mmHg: Η φαρμακευτική αγωγή συνιστάται άμεσα σε όλους τους ασθενείς, παράλληλα με αλλαγές στον τρόπο ζωής.
- Πίεση 140-159 / 90-99 mmHg (Στάδιο 1): Η έναρξη του χαπιού εξαρτάται από τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αν μετά από 3-6 μήνες αλλαγής τρόπου ζωής οι τιμές παραμένουν υψηλές, τότε ξεκινά η αγωγή.
- Πίεση 130-139 / 85-89 mmHg: Θεωρείται «υψηλή φυσιολογική» και το χάπι εξετάζεται μόνο σε περιπτώσεις πολύ υψηλού κινδύνου (π.χ. εγκατεστημένη στεφανιαία νόσος).
Δείτε επίσης – Υπέρταση: Ποια συμπληρώματα να αποφεύγετε αν έχετε υψηλή αρτηριακή πίεση
Τι έδειξαν οι μεγάλες κλινικές έρευνες
Η σύγχρονη ιατρική βασίζεται σε μελέτες «ορόσημα» που απέδειξαν ότι η έγκαιρη μείωση της πίεσης σώζει ζωές:
- Μελέτη SPRINT (Systolic Blood Pressure Intervention Trial): Έδειξε ότι η εντατική μείωση της συστολικής πίεσης κάτω από το 120 mmHg μείωσε σημαντικά τα ποσοστά καρδιαγγειακών επεισοδίων και θανάτων σε άτομα υψηλού κινδύνου.
- Μελέτη HOPE-3: Επιβεβαίωσε ότι η λήψη αντιυπερτασικών φαρμάκων ωφελεί κυρίως όσους έχουν συστολική πίεση πάνω από 143.5 mmHg.
- Μετα-αναλύσεις BPLTTC: Έδειξαν ότι για κάθε μείωση της συστολικής πίεσης κατά 5 mmHg, ο κίνδυνος για μείζονα καρδιαγγειακά επεισόδια μειώνεται κατά περίπου 10%.
Πώς μετράμε την πίεσή μας
Σύμφωνα με την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, ο ορθός τρόπος μέτρησης της πίεσης είναι ο εξής:
Η πίεση μετράται με το σφυγμομανόμετρο ή αλλιώς το πιεσόμετρο. Υπάρχει υδραργυρικό και μηχανικό μανόμετρο, καθώς και ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Το πιο αξιόπιστο θεωρείται το υδραργυρικό, χωρίς όμως να υποτιμάται η αξία και των άλλων δύο τύπων, ιδίως του ηλεκτρονικού ως πιο εύχρηστου, για την εκτίμηση των τιμών της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι.
Για να μετρήσουμε σωστά την αρτηριακή πίεση προτιμότερη είναι η καθιστή θέση με ακουμπισμένο χαλαρά το αριστερό χέρι σε ένα τραπέζι στο ύψος της καρδιάς. Η περιχειρίδα τοποθετείτε γύρω από τον βραχίονα 3 περίπου εκατοστά πάνω από τον αγκώνα. Το μέγεθος του αεροθαλάμου παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον το 40% του βραχίονα μας.
Το στηθοσκόπιο θα πρέπει να τοποθετείται ελαφρά και σταθερά πάνω από την βραχιόνια αρτηρία που την συναντάμε στην εσωτερική μεριά του βραχίονα προς το μικρό δάκτυλο του χεριού.
Η πίεση θα πρέπει να μετράται μετά από 5-10 λεπτά ξεκούρασης, όχι μετά φαγητό ή τσιγάρο, σε ήσυχο και ευχάριστο περιβάλλον. Δεν πρέπει να φοράμε στενά ρούχα στο χέρι που μετράμε την πίεση, ενώ η πλάτη μας παραμένει στηριγμένη σε όλη τη διάρκεια της μέτρησης. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από μεσοδιάστημα 3 λεπτών και να υπολογίζεται ο μέσος όρος των δύο μετρήσεων, εκτός αν παρατηρηθεί σημαντική απόκλιση, οπότε θα χρειαστεί και τρίτη μέτρηση.
Η μέτρηση με μη ηλεκτρονικό πιεσόμετρο συνοδεύεται με ψηλάφηση του σφυγμού στον καρπό. Φουσκώνουμε την περιχειρίδα περίπου 30 mmHg πάνω από το σημείο εκείνο που εξαφανίζεται ο σφυγμός στον καρπό. Από εκεί αφήνουμε σιγά σιγά τον αέρα να φεύγει από την βαλβίδα με σταθερό ρυθμό 2-3 mmHg ανά καρδιακό παλμό, ενώ με το ακουστικό τοποθετημένο στην έσω πλευρά του βραχίονα στο κάτω όριο της περιχειρίδος περιμένουμε να ακούσουμε τον ήχο του αίματος. Το ύψος της στήλης υδραργύρου ή η θέση της βελόνας όπου θα ακούσουμε το πρώτο ήχο αντιστοιχεί στη συστολική πίεση ενώ το σημείο όπου οι ήχοι θα εξαφανιστούν τελείως αντιστοιχεί στη διαστολική πίεση.
Οι ήχοι που ακούμε με το ακουστικό του πιεσόμετρου λέγονται ήχοι “Korotkoff”. Το όνομα τους το πήραν από τον Ρώσο ιατρό Νικολάϊ Κορότκοφ, ο οποίος τους περιέγραψε το 1905 όταν εργαζόταν στην Ιατρική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης.
Καθώς όμως η αρτηριακή πίεση δεν παραμένει σταθερή όλο το 24ωρο, μία μόνο μέτρηση δεν αρκεί για να κατατάξουμε ένα άτομο ως φυσιολογικό ή υπερτασικό. Ένα μικρό μηχάνημα που το κρεμάμε στο ώμο μας και συνδέεται με ένα πιεσόμετρο που φοράμε στο χέρι μας συνέχεια για ένα 24ωρο, βοηθά να καταγράψουμε τις τιμές της πίεσης μας καθ όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας και να γνωρίσουμε ακριβώς τις διακυμάνσεις της.
Η εξέταση αυτή ονομάζεται 24ωρη καταγραφή αρτηριακής πίεσης ή Holter αρτηριακής πίεσης.
Φωτογραφία: iStock





