Η διαίσθηση των γονέων εντοπίζει καλύτερα την ασθένεια του παιδιού από ό,τι οι βασικές εξετάσεις
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet για την υγεία των παιδιών και των εφήβων, η διαίσθηση των γονέων είναι πιο πιθανό να προβλέψει κρίσιμη ασθένεια στα παιδιά από ό,τι τα ζωτικά σημεία (θερμοκρασία, σφυγμός, αναπνοή και αρτηριακή πίεση) που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της υγείας.
Ειδικοί από το Πανεπιστήμιο Monash στη Μελβούρνη της Αυστραλίας ανέφεραν, μάλιστα, ότι οι γονείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μέρος της ομάδας φροντίδας του παιδιού στο νοσοκομείο μετά από στοιχεία για σχεδόν 190.000 επείγουσες επισκέψεις σε νοσοκομεία που αφορούσαν παιδιά.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η γονική ανησυχία σχετιζόταν με μεγαλύτερη πιθανότητα το παιδί να χρειαστεί να λάβει βοήθεια για να αναπνεύσει ή μηχανικό αερισμό.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι σχεδόν σε μία στις πέντε περιπτώσεις (19,3%) οι γονείς εξέφρασαν ανησυχίες για επιδείνωση της κατάστασης πριν τα ζωτικά σημεία δείξουν ότι επιδεινώνεται η υγεία του παιδιού.
Η έρευνα, όπως αναφέρει η Guardian, έρχεται μετά την τραγική περίπτωση της Martha Mills, η οποία εμφάνισε σήψη μετά τον τραυματισμό που υπέστη στο πάγκρεας όταν έπεσε από το ποδήλατό της. Πέθανε το 2021, όταν οι γιατροί αγνόησαν επανειλημμένα τις ανησυχίες των γονέων της για την επιδείνωση της κατάστασής της, ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Ο ιατροδικαστής έκρινε ότι πιθανότατα θα είχε επιβιώσει αν οι γιατροί είχαν εντοπίσει τα προειδοποιητικά σημάδια της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασής της και τη μετέφεραν νωρίτερα στην εντατική.
Στη μελέτη της Μελβούρνης, γονείς και φροντιστές ρωτιούνταν συστηματικά: «Ανησυχείτε ότι το παιδί σας χειροτερεύει;». Στο 4,7% των περιπτώσεων οι γονείς δήλωσαν ότι ανησυχούσαν ότι το παιδί τους επιδεινώνεται.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι ανησυχίες των γονέων και των φροντιστών συνδέονταν «σημαντικά» με την εισαγωγή του παιδιού σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Όταν οι γονείς εξέφραζαν ανησυχίες, τα παιδιά είχαν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να χρειαστούν φροντίδα στη ΜΕΘ, σε σύγκριση με τα παιδιά των γονέων που δεν εξέφραζαν ανησυχία.
Διαπίστωσαν επίσης ότι η ανησυχία των γονέων συνδεόταν πιο ισχυρά με την εισαγωγή στη ΜΕΘ από ό,τι τα μη φυσιολογικά ζωτικά σημεία – συμπεριλαμβανομένων των μη φυσιολογικών καρδιακών παλμών, της μη φυσιολογικής αναπνοής ή της αρτηριακής πίεσης.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η συνεκτίμηση των απόψεων των γονέων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο έγκαιρη θεραπεία, πρόσθεσαν.
Συνολικά, διαπίστωσαν ότι τα παιδιά των φροντιστών που εξέφραζαν ανησυχίες ήταν «πιο άρρωστα, είχαν περισσότερες πιθανότητες να εισαχθούν σε θάλαμο νοσηλείας και παρέμειναν στο νοσοκομείο σχεδόν τρεις φορές περισσότερο».
Μία από τις κύριες συγγραφείς της μελέτης, η δρ Erin Mills, από τη Σχολή Κλινικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Monash στο Monash Health, ανέφερε σχετικά: «Γνωρίζουμε ότι οι γονείς είναι οι ειδικοί των παιδιών τους, αλλά οι ιστορίες γονέων που δεν ακούγονται, με αποτέλεσμα να ακολουθούν καταστροφικά αποτελέσματα, είναι πολύ συχνές. Θέλαμε να το αλλάξουμε αυτό».
Και πρόσθεσε: «Εάν ένας γονέας έλεγε ότι ανησυχούσε, το παιδί του είχε περίπου τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να χρειαστεί εντατική φροντίδα. Αυτό είναι ένα μήνυμα που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε».
«Οι γονείς δεν είναι επισκέπτες – είναι μέρος της ομάδας φροντίδας. Θέλουμε κάθε νοσοκομείο να το αναγνωρίσει αυτό και να δώσει στους γονείς την άδεια και τη δύναμη να μιλήσουν», συμπλήρωσε.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Με ποιες καρδιακές και μεταβολικές παθήσεις συνδέεται η άνοια




