Πεθαίνοντας στην Ελλάδα από καρδιακή ανεπάρκεια…

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Οι ανεπάρκειες του συστήματος σε προσωπικό και υποδομές σε συνδυασμό με τους δημοσιονομικούς «κόφτες» λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της καρδιακής ανεπάρκειας σε όλα τα επίπεδα. Και κάπως έτσι εξηγείται ότι τo 30% των ασθενών που νοσηλεύονται με καρδιακή ανεπάρκεια, πεθαίνει μέσα σε ένα χρόνο από την έξοδό του από το νοσοκομείο ελλείψει στενής παρακολούθησης από δομές ΠΦΥ.

Στην παρέμβασή του ο κ. Ηλίας Σιώρας, διευθυντής του Β’ Καρδιολογικού Τμήματος του «Ευαγγελισμού» στο 18ο Συνέδριο Καρδιακής Ανεπάρκειας ανέφερε ότι «από καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) πάσχει το 2% του πληθυσμού. Δηλαδή στην Ελλάδα οι πάσχοντες υπολογίζονται σε 200.000-250.000. Τις επόμενες δεκαετίες αναμένεται αύξηση των πασχόντων λόγω της αύξησης του προσδόκιμου της επιβίωσης, όταν δεν συνοδεύεται και από αύξηση της υγιούς ζωής. Η ΚΑ είναι πιο κακοήθης και απ’ τον καρκίνο. Η θνησιμότητα αυξάνει, όταν η ΚΑ συνοδεύεται από συννοσηρότητες του σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική νόσο και υπέρταση.

Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία λόγω ΚΑ αποτελούν το 4% των συνολικών εισαγωγών. Όμως το 30% των ασθενών με ΚΑ πεθαίνει μέσα σε ένα χρόνο απ’ την έξοδό τους απ’ το νοσοκομείο. Το ερώτημα είναι: Γιατί υπάρχουν –και αν θα μπορούσαν να αποφευχθούν- αυτές οι απώλειες;».

 

Όπως εξηγεί ο κ. Σιώρας, «η δική μας εμπειρία αναφέρει πως όταν ο ασθενής παίρνει εξιτήριο πρέπει να είναι αιμοδυναμικά σταθερός, με καλό κορεσμό οξυγόνου, καλή νεφρική λειτουργία και τιτλοποιημένη φαρμακευτική αγωγή (βέλτιστες δόσεις φαρμάκων). Πρέπει να πάρει οδηγίες για το αλάτι, την παχυσαρκία, το κάπνισμα και την κατάλληλη άσκηση.

Όλες αυτές οι καθοριστικής σημασίας οδηγίες πρέπει να γίνουν γνωστές στους θεράποντες της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) –γιατρούς και νοσηλευτές, που θα πρέπει να παρακολουθούν συστηματικά τον ασθενή, να τροποποιούν, όταν χρειάζεται , την αγωγή, θα προβαίνουν περιοδικά σε παρακλινικές εξετάσεις και μόνο, αν χρειαστεί, να γίνεται επανεισαγωγή στο νοσοκομείο.

Στην Ελλάδα η δημόσια ΠΦΥ παρέχεται κυρίως απ’ τα 400 πολυιατρεία του πρώην ΙΚΑ και τώρα Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δίκτυου Υγείας (ΠΕΔΥ) και των 220 Κέντρων Υγείας αγροτικού τύπου. Πέρα απ’ τα χρόνια διαρθωτικά προβλήματα, τα τελευταία εφτά χρόνια αυτές οι δημόσιες δομές αποδυναμώθηκαν σε προσωπικό και εξοπλισμό με αποτέλεσμα μερικές να υπολειτουργούν ή να μη λειτουργούν καθόλου.

Αυτή η γύμνια στην ΠΦΥ και η έντονη εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών υγείας, «κόβουν», στην κυριολεξία, τις επισκέψεις των ασθενών με ΚΑ στις δομές της δημόσιας ΠΦΥ. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία έρευνας του 2013 για τη μη επίσκεψη σε δομές ΠΦΥ: Δεν γίνονται επισκέψεις σε ποσοστό 24% λόγω της πολύωρης καθημερινής απασχόλησης, σε ποσοστό 25% λόγω κόστους και σε ποσοστό 13% λόγω μεγάλης λίστας αναμονής.

Αυτοί λοιπόν οι –για να χρησιμοποιήσουμε και τη σύγχρονη ορολογία των μνημονιακών- «κόφτες» των επισκέψεων των ασθενών με ΚΑ στην ΠΦΥ, οδηγούν στις αλλεπάλληλες επανεισαγωγές τους στα νοσοκομεία.

Αυτές οι επανεισαγωγές –και από άλλα χρόνια νοσήματα-  φρακάρουν λειτουργικά τα νοσοκομεία και οδηγούν στην έκρηξη της νοσοκομειακής δαπάνης για νοσηλεία ασθενών με ΚΑ. Σύμφωνα με αγγλική μελέτη (2014) το κόστος της νοσοκομειακής νοσηλείας για ασθενείς με ΚΑ αποτελεί το 60% της συνολικής δαπάνης για ΚΑ. Αντίστοιχα το κόστος για φάρμακα είναι μόλις 9% και για υπηρεσίες ΠΦΥ είναι 17% της συνολικής δαπάνης για την ΚΑ.

Στις ΗΠΑ οι δαπάνες για την ΚΑ απορροφούν το 2% δαπάνης για την υγεία.

Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Οι δαπάνες για την ΚΑ  συνθλίβονται μέσα στη γενικότερη κατακρεούργηση των συνολικών –και ιδιαίτερα των δημόσιων – δαπανών υγείας.

Σύμφωνα με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Γενάρης του 2015) υπάρχουν τα παρακάτω (σε δίσ. ευρώ) στοιχεία για τις δαπάνες υγείας στην Ελλάδα:

  ΕΤΟΣ                                 2009            2015

Δημόσια Νοσοκομειακή Δαπάνη            7,0             4,9

Ιδιωτική Νοσοκομειακή Δαπάνη            1,5               2,1

Δημόσια Δαπάνη ΠΦΥ                             5,2               1,3

Ιδιωτική Δαπάνη ΠΦΥ                              1,3              1,5

Συνολική Δημόσια Δαπάνη                      16,1              9,5

Συνολική Ιδιωτική Δαπάνη                       7,1              5,5

Απ’ τα στοιχεία αυτά προκύπτουν τα εξής για έτη 2015 και 2009:

α. Η συνολική δημόσια δαπάνη μειώθηκε κατά 41% με ρυθμό μείωσης –δηλαδή από χρόνο σε χρόνο- 8,1%.

β. Η δημόσια νοσοκομειακή δαπάνη μειώθηκε κατά 30% με ρυθμό μείωσης 5,77%.

γ. Η δημόσια δαπάνη ΠΦΥ μειώθηκε κατά 75% με ρυθμό μείωσης 20,63%.

Φαίνεται δηλαδή καθαρά ότι οι δαπάνες για τις δημόσιες δομές της ΠΦΥ, που θα έπρεπε να λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας των ασθενών με ΚΑ, κατακρεουργήθηκαν με το μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης.

Επίσης την ίδια περίοδο καταγράφηκαν τα παρακάτω μεγέθη:

-Η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία μειώθηκε από 2.400 ευρώ το 2008 σε 1.800 ευρώ το 2012.

-Το προσωπικό των δημόσιων δομών υγείας (νοσοκομεία και μονάδες ΠΦΥ) μειώθηκε από 93.000 άτομα το 2012 σε 74.000 το 2016.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Οι ανεπάρκειες του συστήματος σε προσωπικό και υποδομές σε συνδυασμό με τους δημοσιονομικούς «κόφτες» λειτουργούν ως «πολλαπλασιαστές» της Καρδιακής Ανεπάρκειας σε όλα τα επίπεδα. Η επιστημονική κοινότητα, όπως και όλος ο πληθυσμός, πρέπει να απαιτήσουν συνολικά δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη χωρίς περιορισμούς για κανέναν, με δημόσιες δομές ΠΦΥ, αξιόπιστες, στελεχωμένες με το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και εξοπλισμένες με την κατάλληλη υποδομή. Αυτή είναι και η σύγχρονη πρόκληση για τους καρδιολόγους και τους συναδέλφους τους, που παραμένουν πιστοί στον όρκο του Ιπποκράτη και αντιμετωπίζουν με επιστημονικά κριτήρια τις σύγχρονες ανάγκες.