Ομιλία του Ιωάννη Μπασκόζου στο Restoring The Health Care of Greece

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Μια πλήρη παρουσία της κατάστασης που παρέλαβε και των αλλαγών που προωθεί στην Υγεία και το Φάρμακο έκανε ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας μιλώντας σε σχετική εκδήλωση.

Διαβάστε την ομιλία:

Αγαπητοί διοργανωτές,
Κυρία και κύριοι ευρωβουλευτές,
Ευχαριστώ για την τιμητική πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου δίνετε να εκθέσω σκέψεις και προτάσεις για την ανασυγκρότηση της υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο τίτλος της εκδήλωσης δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε να πετύχουμε κάτι, που στη χώρα μας δεν γίνεται, λόγω του χαρακτήρα που έχει πάρει η πολιτική αντιπαράθεση. Να συνεννοηθούμε! Να προσπαθήσουμε αξιοποιώντας τα πραγματικά δεδομένα να μιλήσουμε για τις προοπτικές και τις δυνατότητες οικοδόμησης ενός δημόσιου συστήματος υγείας άξιου για τους κατοίκους της χώρας μας.
Στην Ελλάδα προ του 2009, πριν την εκδήλωση της κρίσης και την υπαγωγή στα μνημόνια, υπήρχε ένα σύστημα υγείας, που είχε οικοδομηθεί μέσα από μια σειρά πρωτοβουλιών με πιο σημαντική τη δημιουργία του ΕΣΥ, θετικών και άστοχων παρεμβάσεων, που σε ένα βαθμό κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού, που όμως είχε ορισμένες παθογένειες που νομίζω πως όλοι μπορούμε να συνομολογήσουμε.

-Ανεπαρκή χρηματοδότηση διαχρονικά
-Φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιοίκησης, υπερτιμολογήσεων, κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος
-Υπερδιόγκωση του ιδιωτικού τομέα.
-Έντονα φαινόμενα αφανούς ιδιωτικοποίησης (φακελάκια, χρηματισμό, πελατειακές σχέσεις).
-Κατακερματισμό του ασφαλιστικού συστήματος από το οποίο εξαρτάτο βασικά η χρηματοδότηση, άρα άνισες παροχές και δυνατότητα πρόσβασης.
-Ανυπαρξία μηχανισμών ουσιαστικού ελέγχου.
-Ανεξέλεγκτη διόγκωση της φαρμακευτικής δαπάνης.
-Με αφορμή λοιπόν και με πρόσχημα την υπερδιόγκωση του χρέους, έγινε η επιλογή της υπαγωγής στην διεθνή επιτροπεία, στα μνημόνια και την τρόικα.

Ήλθαν λοιπόν οι θεσμοί και είπαν: τα κάνατε χάλια, εμείς θέλουμε τα χρήματα μας, σπαταλάτε πολλά λεφτά για την υγεία, στο κάτω-κάτω δεν μπορείτε να έχετε υγεία πάνω από το επίπεδο που «δικαιούστε» από τα χρήματα που διαθέτετε και με βάση το τι χρωστάτε!

Η απλουστευτική, άδικη σε σχέση με το ποιος είχε τις ευθύνες, και λάθος σε σχέση με τις λύσεις που επέβαλλε λογική, έγινε αποδεκτή από τις μνημονιακές κυβερνήσεις του πάλε ποτέ δικομματισμού.
Ήλθαν λοιπόν πολιτικές που κατά τη γνώμη μου «ασέλγησαν» πάνω στο σώμα της ήδη στρεβλής υγείας στη χώρα μας.

Σαν «μαθητευόμενοι μάγοι» άρχισαν τις οριζόντιες, ασυλλόγιστες πολλές φορές περικοπές και την αποστελέχωση του συστήματος:
-Μείωση της Δαπάνης Υγείας (Δημόσιας και Ιδιωτικής) από 9,8% του ΑΕΠ για το 2009 σε 8,3% για το 2014 και 8,2% για το 2015 (περίπου 15% μείωση, μέσος όρος ΟΟΣΑ 9%, μέσος όρος ΕΕ 9,9%)
-Μείωση της Δαπάνης Υγείας (Δημόσιας και Ιδιωτικής) από €23,2 δις για το 2009 σε €15 δις για το 2015 (μείωση περίπου 35%)
-Μείωση της κατά κεφαλήν Δαπάνης Υγείας από $2.991/€2.215 για το 2009 σε $2.245/€1.663 για το 2015 (περίπου 35% μείωση, μέσος όρος ΟΟΣΑ $3.814, μέσος όρος ΕΕ €2.781)
-Μείωση της Δημόσιας Φαρμακευτικής Δαπάνης από €5,108 δις για το 2009 σε €1,945 δις για το 2016 και για τα έτη 2017 και 2018 (μείωση περίπου 62%)
-Μείωση της κατά κεφαλήν φαρμακευτικής δαπάνης από $888/€660 για το 2009 σε $630/€468 για το 2014 (περίπου 30% μείωση, μέσος όρος ΟΟΣΑ $538, μέσος όρος ΕΕ €402)

Οι πολιτικές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την πλήρη απορρύθμιση και υποβάθμιση του συστήματος υγείας, διάλυση του ήδη ανεπαρκούς συστήματος ΠΦΥ, χαμηλούς μισθούς, αδιοριστία, αύξηση της επιβάρυνσης των ασθενών για την πρόσβαση στα φάρμακα τους, χρέη σε ιδιώτες παρόχους, εφαρμογή τεχνικών παραδοχής «ήττας» στον έλεγχο των φαρμακευτικών (και διαγνωστικών) δαπανών όπως το clawback και το rebate, και ενίσχυση της τάσης υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίου στο χώρο των υπηρεσιών υγείας σε βάρος των ατομικώς απασχολούμενων.
Δημιουργήθηκαν βεβαίως κάποια χρήσιμα εργαλεία ελέγχου (ηλεκτρονική συνταγογράφηση), αλλά τα φαινόμενα κατασπατάλησης και διαφθοράς συνεχίστηκαν και η εμμονή των θεσμών στη συνεχή μείωση τιμών των γενοσήμων (που σε ένα βαθμό ήταν αναγκαία) δεν έφερε τα αποτελέσματα που θεωρητικά οι εμπνευστές αυτής της πολιτικής ανέμεναν.

Την ίδια περίοδο βεβαίως οι ανασφάλιστοι συμπολίτες μας ξεπέρασαν τα 2,5 εκατομμύρια και άρχισε και η αύξηση των προσφυγικών ροών.

Η πολιτική ανατροπή με την ανάληψη της διακυβέρνησης το 2015 από την κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν υποχρεωμένη αλλά και αποφασισμένη να κινηθεί στις παρακάτω βασικές κατευθύνσεις:
-Να διασώσει, ξαναστήσει στα πόδια του το δημόσιο σύστημα υγείας.
-Να ενισχύσει τον δημόσιο χαρακτήρα του.
-Να σταματήσει την συνεχή πορεία μείωσης των προϋπολογισμών υγείας.
-Να κτυπήσει αποφασιστικά τη διαφθορά κα την κατασπατάληση των έτσι η αλλιώς περιορισμένων πόρων υγείας.
-Να στήσει ένα αξιοπρεπές σύστημα ΠΦΥ.
-Να ενισχύσει τις πολιτικές δημόσιας υγείας, πρόληψης και αγωγής υγείας.
-Να προχωρήσει στην καθολική κάλυψη όλων ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κατάσταση.
-Να διασφαλίσει υγειονομική περίθαλψη στους πρόσφυγες-μετανάστες, προστατεύοντας ταυτόχρονα αποτελεσματικά τη δημόσια υγεία.

Όλα δε αυτά έχοντας να αντιμετωπίσει την ανάγκη ηθικής και υλικής ενίσχυσης του υγειονομικού προσωπικού, το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουθένωσης, γερνάει ηλικιακά και χάνει την υπομονή του. Επιτρέψτε μου να εκφέρω τη γνώμη πως το σύστημα στέκεται όρθιο κυρίως χάρη στην αυτοθυσία, την ηθική ακεραιότητα και το αίσθημα ευθύνης και την υπερπροσπάθεια μεγάλου μέρους του προσωπικού, αλλά και λόγω των μορφών αφανούς ιδιωτικοποίησης όπως παράνομες αμοιβές για υπηρεσίες προσφερόμενες στα δημόσια νοσοκομεία όπως τα φακελάκια και τα «γρηγορόσημα», παράνομες αμοιβές που προκύπτουν από την υπερτιμολόγηση υλικών και φαρμάκων και ένα ποσοστό τους δίδεται σε λειτουργούς της υγείας, κρατώντας κάποιους στην υπηρεσία( φαινόμενο απαράδεκτο αλλά υπαρκτό). Κάθε καθυστέρηση, που αντικειμενικά είναι αναπόφευκτη, στην αισθητή βελτίωση των πραγμάτων φτάνει τα πράγματα στα όρια τους και για τους υγειονομικούς αλλά και για την κοινωνία.

Άρα ανεύθυνες, δημαγωγικές αντιπολιτευτικές κραυγές πως όλα καταστρέφονται από την κυβέρνηση είναι και ανακριβείς και επικίνδυνες για το αίσθημα υγειονομικής ασφάλειας αλλά και τη διεθνή εικόνα της χώρας. Η πορεία ανάταξης του συστήματος έχει αρχίσει να δίνει αποτελέσματα, μακριά από μας όμως ο «αφελής κυβερνητισμός» πως όλα βαίνουν καλώς και όλα γίνονται τέλεια.

Διότι η χρόνια υπερσυσώρευση προβλημάτων, το χαμηλό ακόμα ποσοστό δαπανών υγείας που επιβάλλει η επιτροπεία αλλά και οι αδράνειες του κρατικού μηχανισμού κάνουν την επίλυση της εξίσωσης πολύ δύσκολη.

Η αλήθεια είναι ότι ο «σκληρός πυρήνας» των πολιτικών λιτότητας και της επιβάρυνσης των πολιτών παραμένει άθικτος, προϊόν ενός επώδυνου συμβιβασμού που έγινε πέρυσι για να κρατηθεί η χώρα όρθια και να διεκδικήσει ξανά την ισότιμη και αξιοπρεπή της θέση μέσα στην Ευρώπη. Οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που συνεπάγονται τα μνημονιακά μέτρα και τα προαπαιτούμενα των αξιολογήσεων, δημιουργούν μια ασυμμετρία αναγκών και πόρων στη χώρα, στην κοινωνία και φυσικά στο Σύστημα Υγείας.
Η αλήθεια επίσης όμως είναι ότι το ΕΣΥ είναι όρθιο, σταθεροποιείται συνεχώς, ενισχύεται με προσωπικό, βελτιώνει την απόδοση του και αυξάνει τη «χωρητικότητα» του, εξυπηρετώντας αξιόπιστα περισσότερους πολίτες χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.

Η αλήθεια επίσης είναι ότι η χώρα είναι υγειονομικά ασφαλής και ότι καμιά «υγειονομική βόμβα» δεν ενεργοποιήθηκε. Δεν επιτρέψαμε να μετατραπεί το προσφυγικό σε πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, στηριχθήκαμε στο εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό της χώρας, συνεργαστήκαμε με τους διεθνείς οργανισμούς και τις έγκυρες ΜΚΟ, βελτιώσαμε σημαντικά το επίπεδο της υγειονομικής φροντίδας, ενισχύσαμε την επιδημιολογική επιτήρηση των λοιμώξεων και αποτρέψαμε τη διασπορά των σποραδικών κρουσμάτων που ήταν αναμενόμενο ότι θα εκδηλωθούν. Με έμφαση στις δράσεις πρόληψης, στον καθολικό εμβολιασμό του παιδικού πληθυσμού, στις παρεμβάσεις Δημόσιας Υγείας, ενισχύουμε το αίσθημα υγειονομικής ασφάλειας της κοινωνίας και περιορίζουμε την κοινωνική επιρροή των ξενοφοβικών, μισαλλόδοξων και ρατσιστικών κραυγών.

Αυτό που κάνουμε δεν είναι απλώς μια μίζερη διαχείριση της όντως δύσκολης καθημερινότητας στις υπηρεσίες Υγείας, αλλά είναι η 1η σοβαρή και συγκροτημένη πολιτική παρέμβαση στήριξης της δημόσιας περίθαλψης εδώ και πολλά χρόνια. Ο συνολικός σχεδιασμός προσλήψεων μόνιμου και επικουρικού προσωπικού αλλά και παντός τύπου συμβάσεων στα νοσοκομεία, τις δομές ΠΦΥ και των εποπτευόμενων φορέων από το Υπουργείο Υγείας, υπερβαίνει αθροιστικά τους 10.000 γιατρούς και λοιπό προσωπικό. Αυτά δεν είναι λόγια, είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία, είναι δρομολογημένες προσλήψεις που βεβαίως δεν προχωρούν με την ταχύτητα που θα θέλαμε και που απαιτούν οι πιεστικές ανάγκες του ΕΣΥ, αλλά σίγουρα αλλάζουν καθημερινά το κλίμα στα νοσοκομεία, ενθαρρύνουν το προσωπικό, δημιουργούν βάσιμα τη θετική προσδοκία σταδιακής βελτίωσης του ΕΣΥ και αναβαθμισμένων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Οι ψευδολογίες ότι καμιά πρόσληψη δεν έχει γίνει, ότι μειώνεται ο προϋπολογισμός, ότι καμιά προετοιμασία δεν έχει γίνει για τη γρίπη, ότι κινδυνεύουν οι πολίτες από την αποδιοργάνωση του ΕΣΥ, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους εμπνευστές τους και πλήττουν την αξιοπιστία της δημόσιας περίθαλψης.

Υπάρχουν όμως οι υλικές προϋποθέσεις αυτής της βελτίωσης ; Έχει εξασφαλιστεί η αναγκαία χρηματοδότηση;

Tην απάντηση την έδωσε ο περσινός προϋπολογισμός των νοσοκομείων-ΥΠΕ, που ήταν ο 1ος μετά από 5 χρόνια με ανοδική τάση, και φυσικά συνεχίζει να τη δίνει με σαφήνεια ο προϋπολογισμός του 2017. Τα 1.388 δις.ευρώ που ήταν ο αρχικός προϋπολογισμός (όριο αγορών) του 2015 έγιναν 1.556 με την «ένεση» χρηματοδότησης που κάναμε τον Οκτώβριο του 2015 ανακατανέμοντας κρατικούς πόρους υπέρ του ΕΣΥ. Το 2016 έγιναν 1.634 δις.ευρώ, ποσό που διατηρείται σταθερό μέχρι το 2018 στα πλαίσια του νέου ΜΠΔΣ 2015-2018. Αυτό σημαίνει επιπλέον 268 εκ. ευρώ το 2016 (230 για τα νοσοκομεία + 38 εκ.ευρώ για ΥΠΕ/ΠΕΔΥ) και 252 εκ. ( 214+ 38) το 2017, πέραν των προβλέψεων του ΜΠΔΣ της προηγούμενης κυβέρνησης που προέβλεπε 1.404 δις το 2016 και 1,420 δις το 2017 -2018. Ειδικά οι δαπάνες για την ΠΦΥ που αποτελεί κεντρική πολιτική προτεραιότητα για την κυβέρνηση, οι δαπάνες για τα ΚΥ και τις δομές του ΠΕΔΥ είναι για το 2017 συνολικά ( μαζί με μισθούς, λειτουργικά έξοδα κλπ) 451 εκ. ευρώ, όταν το 2016 ήταν 373 εκ. και το 2015 ήταν 363 εκ. Είναι η 1η, οριακή έστω, υποχώρηση της λιτότητας στην Υγεία, που έρχεται να υπηρετήσει την πολιτική επιλογή της δραστικής αντιμετώπισης της «υγειονομικής φτώχειας» και της καθολικής ιατροφαρμακευτικής κάλυψης των ανασφάλιστων πολιτών, καθώς και τη διεύρυνση του «δημοσιονομικού χώρου» για αναβαθμισμένη δημόσια περίθαλψη. Ήδη, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν ανέβει από το 4,6-4,9% της προηγούμενης 3ετίας στο 5,1% το 2015 και το 2016. Προφανώς είναι σε δραματική απόσταση από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ ( 6,5-7,0%), γεγονός που μας υποχρεώνει να προωθήσουμε πολιτικές σύγκλισης μετά την απεμπλοκή από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τη δημοσιονομική επιτροπεία.

Η σημερινή κυβέρνηση με το ν.4368/2016 έχει ήδη ανακουφίσει 2,5 περίπου εκατομμύρια πολίτες, δίνοντας τη δυνατότητα σε 767.000 δικαιούχους με πολύ χαμηλό εισόδημα να έχουν μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα, καλύπτοντας 190.788 ανασφάλιστους πολίτες για εργαστηριακές εξετάσεις αξίας 21,6 εκ. ευρώ στις δημόσιες δομές και 274.222 για φάρμακα αξίας 62,7 εκ. ευρώ μέσα στο 2016. Από τους δικαιούχους δωρεάν φαρμακευτικής κάλυψης, ήδη από 1-8-2016 82.000 εξ’ αυτών συνταγογραφήθηκαν και πήραν από τα ιδιωτικά φαρμακεία φάρμακα αξίας 19,1 εκ. ευρώ. Ενώ στο αμέσως επόμενο διάστημα δρομολογείται η κάλυψη των ανασφάλιστων με ιατρικά βοηθήματα, αναλώσιμο υγειονομικό υλικό και άλλες παροχές μέσω του ΕΟΠΥΥ για παθήσεις όπως ΣΔ, ΧΑΠ, Καρκίνος, Μεσογειακή Αναιμία.

Συμπληρωματικά σ’ αυτά έρχεται το ΕΣΠΑ 2016-2020, με το οποίο επιδιώκουμε να καλύψουμε ένα μέρος των αναγκών του ΕΣΥ σε υποδομές και εξοπλισμό, αλλά κυρίως να διασφαλίσουμε τη βιώσιμη χρηματοδότηση της μεταρρύθμισης στην ΠΦΥ, τη στήριξη των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων και Δημόσιας Υγείας. Από την αποσπασματικότητα, τον κατακερματισμό και την πελατειακή λογική των δράσεων και των έργων των προηγούμενων χρηματοδοτικών περιόδων, δρομολογούμε την ορθολογική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων για να στηριχθεί ένα συνεκτικό σχέδιο αναβάθμισης της δημόσιας περίθαλψης και μεταρρυθμίσεων στο Σύστημα Υγείας.

Αναβαθμίζουμε την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στην Υγεία, με ολοκλήρωση του Χάρτη( Άτλαντα) Υγείας και σύντομα του ατομικού ηλεκτρονικού φακέλου υγείας, με τη διασύνδεση των πληροφοριακών συστημάτων των νοσοκομείων με το κεντρικό σύστημα επιχειρηματικής ευφυΐας (BI) του Υπουργείου, με ανάπτυξη Μητρώων Χρονίων Ασθενειών και ενσωμάτωση διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, με δυνατότητα να κλείνονται δωρεάν, μέσω διαδικτύου, τα ραντεβού των πολιτών στα νοσοκομεία και τις δομές του ΠΕΔΥ.

Και εδώ έρχεται η ανάγκη συνεννόησης και κριτικής με βάση την πραγματικότητα την οποία θεωρώ αναγκαία. Ποιος λέει την αλήθεια; Η ηγεσία της ΠΟΕΔΗΝ που καταγγέλλει για μηδενικές προσλήψεις και κατάρρευς ή η αντιπολίτευση που καταγγέλλει για «όργιο ρουσφετολογικών προσλήψεων» και δημιουργία κομματικού κράτους;; Που;; στην υγεία; Που ολοκληρώσαμε προσλήψεις από διαγωνισμούς που εκκρεμούσαν από πολλά χρόνια; Που πασχίζουμε να καλύψουμε τα κενά; Μα δεν χρειάζονται προσλήψεις στην υγεία;
Άλλο όραμα για την πολιτική Υγείας

Η νέα ανθρωποκεντρική στρατηγική για την Υγεία αντιμετωπίζει το χώρο αυτό ως πεδίο κάλυψης πραγματικών υγειονομικών αναγκών του πληθυσμού, ως πεδίο κατοχύρωσης ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και ως πεδίο κοινωνικής αναδιανομής, δηλαδή άρσης ανισοτήτων. Το κράτος οφείλει να διασφαλίζει ( θεσμικά, χρηματοδοτικά, λειτουργικά) την ισότιμη παροχή αξιόπιστης ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και πρόληψης-προαγωγής υγείας σε όλους, ανεξάρτητα από την εργασιακή, ασφαλιστική, οικονομική κατάσταση καθενός ή τη νομιμότητα παραμονής στη χώρα. Η πολιτική απάντηση στις υγειονομικές ανισότητες και αποκλεισμούς που δημιουργεί η κρίση, είναι η ανασυγκρότηση του Συστήματος Υγείας με όρους καθολικότητας, ισότητας και αποτελεσματικότητας. Χρειαζόμαστε ένα νέο ΕΣΥ, χωρίς τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες του παρελθόντος. Ένα Σύστημα που διευρύνει το δημόσιο χώρο στην Υγεία και περιορίζει την αγορά, που αναπροσανατολίζει δημόσιους πόρους από τον κρατικοδίαιτο επιχειρηματικό τομέα στις δημόσιες δομές, ενισχύοντας προνομιακά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την Πρόληψη, τη Δημόσια Υγεία, τις υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων, τις δομές αποθεραπείας και αποκατάστασης.

Ένα Σύστημα που δεν ξεχνά τον ολιστικό ορισμό του ΠΟΥ για την Υγεία, που θυμάται ότι η καλύτερη υγεία δεν ταυτίζεται πάντα με την παροχή περισσότερης ιατρικής φροντίδας, ότι υπάρχουν οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας ( εργασία, εισόδημα, διαβίωση, διατροφή, εργασιακό και φυσικό περιβάλλον κλπ) που πρέπει να ενδυναμωθούν και ότι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι το μέσον για τη φροντίδα των ανθρώπων αλλά η Δημόσια Υγεία είναι ο τελικός σκοπός.

Ένα Σύστημα που στηρίζεται στο δημοκρατικό προγραμματισμό των υπηρεσιών υγείας δηλαδή στην κατανομή πόρων με βάση τις επιδημιολογικά τεκμηριωμένες ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, στην αποκεντρωμένη οργάνωση, αξιοκρατική στελέχωση και συμμετοχική διεύθυνση του Συστήματος, στην κουλτούρα δημοκρατικής ευαισθησίας, δημόσιας λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου που οφείλουν να ενστερνιστούν οι διοικήσεις των νοσοκομείων, στην εδραίωση ενός άλλου κοινωνικού ήθους στο ΕΣΥ, στο σεβασμό της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των ασθενών.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
Η φύση του φαρμάκου ως κοινωνικό αγαθό που παρατείνει το προσδόκιμο επιβίωσης και επεκτείνει την ποιότητα της ζωής, όχι μόνο εξηγεί αλλά κυρίως συνεπάγεται την κρατική παρέμβαση.

Η διαχείριση των κοινωνικών παραγόντων της υγείας, η συστηματική εφαρμογή πολιτικών πρόληψης, η ανάπτυξη ενός άρτια δομημένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η διασφάλιση του βέλτιστου δυνατού βαθμού διείσδυσης των γενοσήμων φαρμάκων, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που επιτρέπουν σε κάθε ασθενή να έχει πρόσβαση στην κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία (συμπεριλαμβανομένων των καινοτόμων και υψηλού κόστους φαρμάκων) με βάση τις ανάγκες του, λαμβάνοντας πάντα υπόψη, σε κάθε περίπτωση, τους συγκεκριμένους δημοσιονομικούς περιορισμούς που τίθενται από τη δημοσιονομική επιτήρηση.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το τοπίο στο πεδίο του φαρμάκου αλλάζει δραματικά, λόγω της προόδου στον τομέα της βιοϊατρικής τεχνολογίας. Σε γενικές γραμμές, η εισαγωγή της καινοτομίας στην ιατρική, συνεπάγεται κλινικό όφελος και κυρίως βελτίωση της υγείας των ασθενών. Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη ισότιμης πρόσβασης και η διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των συστημάτων φροντίδας υγείας, αναδεικνύουν τις σοβαρές προκλήσεις και κυρίως, θέτουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την κατανομή των πόρων.

Είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική συνάρθρωση μεταξύ της διαδικασίας αδειοδότησης, της κοστολόγησης και της αποζημίωσης των φαρμακευτικών προϊόντων σε ένα παγκόσμιο επίπεδο. Για διαφόρους λόγους η κοστολόγηση των φαρμάκων δεν είναι πάντα διαφανής. Επιπλέον οι αποφάσεις χρηματοδότησης σε μία συγκεκριμένη χώρα σαφώς έχουν αντίκτυπο σε άλλα κράτη προκαλώντας μερικές φορές αυτό που ονομάζουμε φαινόμενο ντόμινο.. Επιπλέον, οι κλειστοί περιοριστικοί προϋπολογισμοί μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω στρέβλωση της αγοράς, σε ελλείψεις προϊόντων, σε επιπτώσεις στο επίπεδο της ποιότητας ή ακόμη και φαινόμενα μαύρης αγοράς.

Οι ελλείψεις φαρμάκων έχουν 4 κρίσιμες πτυχές:
Προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία (κυρίως αφορούν εμβόλια) που απαιτούν κοινή ευρωπαϊκή διαχείριση ανάλογα με τις ανάγκες των χωρών.
Προβλήματα επάρκειας εισαγωγών (αφορούν κυρίως παλαιά φάρμακα και φάρμακα περιορισμένης χρήσης που δεν έχουν «εμπορικό ενδιαφέρον», αλλά και «ορφανά» φάρμακα), τα οποία εμφανίζονται σε χώρες που βρίσκονται σε οικονομική κρίση και εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας, έχοντας περιορισμένη αγοραστική δύναμη και αδυναμία μαζικών εισαγωγών. Στην Ελλάδα ο κρατικός φορέας που παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το ΙΦΕΤ αλλά λόγω προβλημάτων ρευστότητας δυσκολεύεται στην έγκαιρη, επαρκή και οικονομικά προσιτή προμήθεια των αναγκαίων φαρμάκων από άλλες χώρες. Μια λύση είναι να ενθαρρυνθεί η παραγωγή αυτών των φαρμάκων από την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία και η διασφάλιση βιώσιμων τιμών αποζημίωσης. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ συμφερότερο από την εισαγωγή τους.

Προβλήματα επάρκειας λόγω παράλληλου εμπορίου ή λόγω απόσυρσης προϊόντων εξ’ αιτίας εξαιρετικά χαμηλών τιμών. Είναι πανευρωπαϊκό ζήτημα με αιχμή χώρες όπως η Ελλάδα που η τιμολογιακή πολιτική στοχεύει κυρίως σε συνεχείς μειώσεις τιμών φθηνών και αποτελεσματικών φαρμάκων (κυρίως γενοσήμων αλλά και off patent), οδηγώντας είτε σε παράλληλες εξαγωγές είτε σε υποκατάσταση από πολύ ακριβότερα φάρμακα χωρίς τεκμηριωμένη διαφορά στην κλινική αποτελεσματικότητα. Οι λύσεις εδώ πρέπει να αναζητηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων ανάμεσα στα κράτη-μέλη με ευθύνη του ΕΜΑ, κοινός ορισμός των κριτηρίων της «έλλειψης» και των «κρίσιμων-αναντικατάστατων» φαρμάκων), αλλά και σε εθνικό επίπεδο (θέσπιση καταλόγου των «κρίσιμων» φαρμάκων από τις Εθνικές Αρχές κάθε χώρας, σύστημα επιτήρησης και καταγραφής αναγκών, σταθερή συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων, πρόβλεψη αυστηρότερων κυρώσεων σε περιπτώσεις κερδοσκοπικής συμπεριφοράς από παράγοντες της φαρμακευτικής αγοράς, αλλαγή τιμολογιακής πολιτικής).

Προβλήματα «τεχνητών ελλείψεων» με ευθύνη φαρμακευτικών εταιρειών προς χώρες με οικονομικά προβλήματα και δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτή η πρακτική που θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση των ασθενών σε ζωτικής σημασίας φάρμακα (αντικαρκινικά, αντιρετροϊκά, αντιαιμορροφιλικά, βιολογικοί παράγοντες κλπ) είναι επιστημονικά, ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά απαράδεκτη. Η ΕΕ οφείλει να αναζητήσει τρόπους αποτελεσματικής παρέμβασης σε τέτοιες περιπτώσεις, λειτουργώντας ως «μηχανισμός ύστατης καταφυγής» για την εγγυημένη κάλυψη μειζόνων φαρμακευτικών αναγκών των κρατών-μελών και την προστασία της Υγείας των ευρωπαίων πολιτών. Οι πρωτοβουλίες διακρατικής συνεργασίας και από κοινού διαπραγμάτευσης κοινωνικά αποδεκτών τιμών στα ακριβά και πραγματικά καινοτόμα φάρμακα, μπορούν επίσης να συμβάλλουν θετικά στην αποτροπή ελλείψεων αυτής της φύσης.

Η Ελλάδα έχει νομοθετήσει την τρίμηνη εμπεριστατωμένη προειδοποίηση και την υποχρέωση τρίμηνου stock, προβαίνοντας σε προσωρινή απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών ή σε εισαγωγή μέσω ΙΦΕΤ όποτε κρίνεται απαραίτητο, ωστόσο το πρόβλημα των ελλείψεων παραμένει (υπάρχουν περίπου 70 κωδικοί φαρμάκων που παρουσιάζουν κατά διαστήματα ελλείψεις).

Η αξιοποίηση συμφωνιών διαχείρισης της εισόδου στην αγορά του φαρμάκου είναι ένα βήμα προς την τιμολόγηση με βάση την αξία των προϊόντων, όμως χρειάζεται να γίνουν περισσότερα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ίσως, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε μια αλλαγή στα παρεχόμενα κίνητρα, αυτά που σχετίζονται με την τιμολόγηση σε εκείνα που σχετίζονται με τις διαδικασίες (όπως π.χ. η είσοδος στην αγορά, η στελέχωση, φορολογικές ελαφρύνσεις, η διαθεσιμότητα των κλινικών δεδομένων κ.α.).

Επιπλέον, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και έλεγχο των ερευνητικών πρακτικών και των αντίστοιχων δαπανών και κυρίως των πρακτικών προώθησης των φαρμάκων ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ελεγχθούν και οι παρενέργειες από την εισαγωγή των φαρμακευτικών εταιρειών στο χρηματιστήριο.
Οφείλουμε να συμφωνήσουμε όλοι πως φαινόμενα χρηματισμού, επιθετικής προώθησης και εκμαυλισμού συνειδήσεων πρέπει να κοπούν με το μαχαίρι και πως η διερεύνηση των όποιων ευθυνών προκύπτουν από υποθέσεις που διερευνώνται πρέπει να προχωρήσει απερίσπαστη.
Τα φαινόμενα αυτά πηγάζουν από το γεγονός ότι οι μεγάλες φαρμακευτικές είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις που έχουν σκοπό το κέρδος, αλλά και από την ανάγκη της χώρας να έχει τα φάρμακα που χρειάζεται, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα ούτε εγχώριας αλλά πολύ περισσότερο ούτε δημόσιας-κρατικής παραγωγής φαρμάκων.
Το φάρμακο είναι ένα ιδιότυπο αλλά εμπορικό προϊόν και οι πολυεθνικές φαρμακευτικές είναι ίσως οι πιο δυνατές στον κόσμο, χρησιμοποιούν έτσι τους εθνικούς μηχανισμούς τιμολόγησης για να αποσπούν υπερκέρδη.

Η πολιτική καθορισμού τιμών στην Ελλάδα πέρασε στο υπουργείο Υγείας πριν από μία πενταετία και έκτοτε συνυπολογίζεται η τιμή με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών στην Ευρώπη, ενώ προηγουμένως καθοριζόταν από το υπουργείο Εμπορίου (σ.σ. Ανάπτυξης). Έτσι, όσο πιο γρήγορα έμπαιναν στην Ελλάδα, τόσο πιο μεγάλη ήταν η τιμή, αυτό μπορούσε να δικαιολογήσει παρεμβάσεις.

Πρέπει λοιπόν να τίθενται κανόνες που να τηρούνται και να ελέγχονται και σήμερα γίνεται τεράστια προσπάθεια στον ΕΟΦ, αλλά και για διαφάνεια και δημοσιότητα, και καλό είναι να σταματήσουν να μπαίνουν εμπόδια στην δημοσιοποίηση του «ποιος χρηματοδοτεί ποιον».
Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθεί συνολικά η παρέμβαση του δημοσίου στον τομέα του φαρμάκου και της έρευνας, να αλλάξουμε κατεύθυνση.

Σήμερα, η κυβέρνηση κινείται σε πολλά επίπεδα για να βελτιώσει την κατάσταση στο συγκεκριμένο τομέα:
-ενισχύει το κλίμα υπέρ της απόλυτης αντίθεσης στην διαφθορά, τη διαπλοκή και την κατασπατάληση δημόσιου χρήματος

-έχουν δημιουργηθεί τουλάχιστον 20 νέα θεραπευτικά πρωτόκολλα, ώστε να μην μπορεί κανείς να συνταγογραφεί όποιο φάρμακο θέλει για όποια θεραπεία, ή να προσπερνάει τα φτηνά φάρμακα για τα ακριβά
-ενεργοποιήθηκε η διαδικασία της ελεγχόμενης εισόδου, ώστε κάθε νέο καινοτόμο φάρμακο που εισάγεται στην ελληνική αγορά να το αποκτούμε με σημαντική έκπτωση.
-αλλάζει από τον ΕΟΦ το καθεστώς με το οποίο εγκρίνονται και πραγματοποιούνται τα συνέδρια
-ενισχύεται το εργαλείο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης

-Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο στόχος είναι οι δαπάνες του προϋπολογισμού να πηγαίνουν στα φάρμακα που είναι αναγκαία, όχι στη διαφθορά και την κακοδιαχείριση.
Το ύψος της δαπάνης φαρμάκου δεν είναι επαναστατικό μέτρο να μειωθεί σώνει και καλά, πρέπει αυτά τα θέματα να αντιμετωπιστούν με βάση τις πραγματικές ανάγκες.

Το ενδιαφέρον του υπουργείου Υγείας είναι η πρόσβαση στο φάρμακο όλων όσοι το έχουν πραγματικά ανάγκη, αλλά και στα καινοτόμα, σε τιμές στις οποίες να μπορεί να ανταπεξέλθει ο προϋπολογισμός.

Οι παραδοσιακές πολιτικές για την Υγεία και τα αντίστοιχα εργαλεία τους δεν είναι αρκετά για να λύσουν το πρόβλημα. Μια αλλαγή νοοτροπίας, ένα νέο επίπεδο κατανόησης, ένα πλαίσιο για τον ανοικτό διάλογο και την ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών και σίγουρα νέα, εξελιγμένα, εργαλεία είναι πλέον αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της πρόσβασης, της σχέσης κόστους -αποτελεσματικότητας και της διαθεσιμότητας των πληρωμών, διατηρώντας πάντα προσιτό το κόστος. Η ισότιμη πρόσβαση στα καινοτόμα προϊόντα και η βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας είναι ζωτικής σημασίας για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στο κράτος, την κοινωνία και όλους τους εμπλεκόμενους εταίρους. Η κάλυψη των ολοένα και αυξανόμενων αναγκών υγείας του πληθυσμού θα πρέπει να εξασφαλίζεται με σεβασμό στα δικαιώματα των ασθενών και με την συμμετοχή τους στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, με την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας των μη προνομιούχων και την διασφάλιση της δημόσιας υγείας και του δημοσίου συμφέροντος συνολικά.

Η διαμόρφωση κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου στο θέμα των ελλείψεων φαρμάκων και γενικότερα στα κρίσιμα προβλήματα της φαρμακευτικής πολιτικής, συμβάλλει στην οικοδόμηση δίκαιων, βιώσιμων και αποτελεσματικών Δημόσιων Συστημάτων Υγείας, στην υπεράσπιση της κοινωνικής και δημοκρατικής παράδοσης της Ευρώπης αλλά και στην ενίσχυση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Αυτό που πρέπει να κάνει η ΕΕ και οι θεσμοί, είναι να αποδεχτούν την πραγματικότητα πως δεν μπορεί η Ελλάδα να συνεχίσει να πορεύεται με τόσο χαμηλό ποσοστό δημόσιων δαπανών υγείας, να ενισχύσει την διαπραγματευτική δύναμη όλων των χωρών απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία και να ενισχύσει την προσπάθεια για διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και πάταξη της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος.

Η βιομηχανία να αποδεχτεί πως η Ελλάδα είναι μια χώρα υπό δημοσιονομική επιτήρηση, πως ενώ αναγνωρίζουμε το δικαίωμα για δίκαιη ανταμοιβή της καινοτομίας και της έρευνας που βρίσκεται ενσωματωμένη στα φαρμακευτικά προϊόντα, δικαιούμαστε και έχουμε ανάγκη ειδικής πολιτικής τιμών και διευκολύνσεων προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρήση των νέων καινοτόμων φαρμάκων από αυτούς που τα έχουν ανάγκη, και πως οι πολιτικές επιθετικής προώθησης και αθέμιτου επηρεασμού της συνταγογράφησης οφείλουν να σταματήσουν άμεσα.

Η ελληνική κυβέρνηση, τέλος, οφείλει να διασφαλίζει την δυνατότητα πρόσβασης σε όλους στο φάρμακο που έχουν πραγματικά ανάγκη, να ενισχύσει ταυτόχρονα τα εργαλεία ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για έλεγχο και αποτροπή κακών πρακτικών συνταγογράφησης με χρήση επιστημονικά αποδεκτών θεραπευτικών πρωτοκόλλων, να διασφαλίζει την όσο το δυνατό ταχύτερη αποπληρωμή των χρεών του δημοσίου και του ΕΟΠΥΥ και την ίδια στιγμή να στηρίξει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα και την ανάπτυξη της έρευνας και των κλινικών μελετών με νέους σαφείς κανόνες για όλους.

Γίνεται μεγάλη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, ελπίζω να στεφθεί με επιτυχία, για το καλό όλων.

ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ