Κοτανίδου: “Πρέπει να διασωληνώνονται, ή όχι, ασθενείς τελικού σταδίου;” Τι υποστήριξε η καθηγήτρια σε συνέδριο

  • Γιάννα Σουλάκη
νοσοκομεία
Μια απροσδόκητη θέση -με επιστημονικές όσο και ηθικές προεκτάσεις- έλαβε μιλώντας σε συνέδριο η Καθηγήτρια Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Αναστασία Κοτανίδου. Αναφερόμενη στη συμφόρηση του συστήματος Υγείας και κυρίως στην έλλειψη κλινών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), η κα. Κοτανίδου αναρωτήθηκε εάν θα πρέπει να διασωληνώνονται ασθενείς τελικού σταδίου, όταν δεν υπάρχει ελπίδα επιβίωσης.

Στην Αττική η διαθεσιμότητα σε ΜΕΘ για ασθενείς με κορονοϊό είναι σήμερα μόλις 12 κλίνες, ενώ την ίδια στιγμή ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι ασθενείς σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής σήμερα στην Αττική είναι 340 και 345 συνολικά σε ΜΕΘ, ενώ τους 564 έχουν φτάσει οι διασωληνωμένοι σε όλη την Ελλάδα.

Η τοποθέτηση της Διευθύντριας της Α’ ΜΕΘ του Νοσοκομείου “Ευαγγελισμός” και υπεύθυνης ανάπτυξης νέων κλινών ΜΕΘ του Υπουργείου Υγείας, κ. Αναστασίας Κοτανίδου συνοψίζεται στον προβληματισμό, εάν με δεδομένη την έλλειψη κρεβατιών εντατικής θεραπείας, θα πρέπει οι γιατροί να διασωληνώνουν ή όχι ασθενείς τελικού σταδίου, όταν μάλιστα δεν έχουν προοπτική επιβίωσης, αλλά μόνο παράταση της ταλαιπωρίας τους.

«Αυτή τη στιγμή το τεράστιο ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι το εξής: όλοι αυτοί οι ασθενείς που διασωληνώνονται, πρέπει να διασωληνώνονται; Εμείς στη Μονάδα βρισκόμαστε πολύ συχνά μπροστά σε ασθενείς οι οποίοι έχουν γενικευμένο καρκίνο, που είναι κατάκοιτοι τουλάχιστον 2-3 χρόνια, που έχουν πολύ προχωρημένη άνοια ή πολλές ανίατες ασθένειες και παρόλα αυτά υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν αποφασίσει να διασωληνωθούν και να ταλαιπωρηθούν για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», ανέφερε η κ. Κοτανίδου, η οποία είναι και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας.

Αναλύοντας περαιτέρω την θέση που ανέπτυξε η Καθηγήτρια, στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε το Καρδιομεταβολικό Κέντρο της Hellenic Healthcare Group (HHG), υπογράμμισε ότι οι ΜΕΘ είναι ένας χώρος όπου εισάγονται οι ασθενείς για να ζήσουν και όχι για να πεθάνουν. Οι γιατροί που λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις, θα πρέπει να κινούνται ουσιαστικά προς την κατεύθυνση της επιλογής των ασθενών που διασωληνώνονται, με κριτήριο ποιοι από αυτούς έχουν προοπτική επιβίωσης, τόνισε. Είναι μια πρόταση, ωστόσο, που εγείρει πολλούς ηθικούς προβληματισμούς:

«Αυτό που θέλω να τονίσω πάρα πολύ είναι ότι η Μονάδα δεν είναι ένας τόπος που βάζουμε τον άρρωστο για να πεθάνει. Η Μονάδα είναι ένας τρόπος μέσω του οποίου προσπαθούμε να σώσουμε τη ζωή του και όχι να επιμηκύνουμε το μαρτύριο του θανάτου του. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι και να λειτουργήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισε την πανδημία με πολύ καλύτερο τρόπο απ’ ότι εμείς, με τους ασθενείς τελικού σταδίου να μην μπαίνουν καν σε νοσοκομεία.

Σκουτέλης: Πολλές εισαγωγές σε νοσοκομεία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί

Στην έλλειψη εκπαίδευσης των γιατρών της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, ώστε να είναι σε θέση να λάβουν το ρίσκο να παρακολουθούν ασθενείς με Covid εξωνοσοκομειακά, χωρίς να απαιτείται δηλαδή η νοσηλεία τους, αναφέρθηκε στο ίδιο συνέδριο ο Καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Αθανάσιος Σκουτέλης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις αθρόες εισαγωγές περιστατικών στα νοσοκομεία, τόνισε ο ίδιος.

Πολλά περιστατικά με covid εισάγονται στις κλινικές χωρίς πραγματικά να χρειάζεται, γιατί ο γιατρός δεν αναλαμβάνει το ρίσκο να δώσει οδηγίες για εξωνοσοκομειακή αντιμετώπιση, εξήγησε και συμπλήρωσε ότι  η εξ’ αποστάσεως αξιολόγηση και παρακολούθηση μεγεθύνει τον κίνδυνο, με αποτέλεσμα γιατροί και αρμόδιοι φορείς να κατευθύνουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο, ενώ πολλές φορές δεν χρήζουν νοσηλείας, σημείωσε ο Καθηγητής κ. Σκουτέλης.

Να σημειωθεί ότι μέσα στο τελευταίο 24ωρο στο λεκανοπέδιο Αττικής εισήχθησαν 203 ασθενείς, ενώ ο συνολικός αριθμός των ασθενών σε απλές κλίνες Covid στο λεκανοπέδιο, έφτασαν πλέον τους 1885.

«Ο εξωτερικός γιατρός της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης παίρνει πολύ μεγάλο ρίσκο αν προσπαθήσει να κρατήσει τον ασθενή έξω από το νοσοκομείο. Το να κρατάς τον άρρωστο από το τηλέφωνο εκτός νοσοκομείου με το οξύμετρο ή πηγαίνοντας κάθε μέρα να τον ακροάζεσαι μην τυχόν αναπτύξει πνευμονία, ώστε να τον στείλεις στο νοσοκομείο, δεν είναι εύκολο. Ενέχει πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο και συνιστά μεγάλη προσωπική ευθύνη και θυσία. Δεν μέμφομαι καθόλου τους συναδέλφους της Πρωτοβάθμιας που δεν εξαντλούν το περιθώριο αυτό, γιατί τότε θα ήταν πάρα πολύ μεγάλο το φορτίο που θα αναλάμβαναν», ανέφερε ο κ. Σκουτέλης, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι το φαινόμενο αυτό ενδεχομένως να είναι ένας λόγος που είναι γεμάτα σήμερα τα νοσοκομεία.

«Γνωρίζω μεμονωμένα περιστατικά ασθενών που τηλεφώνησαν στον ΕΟΔΥ ή σε άλλους αρμόδιους φορείς και τους έστειλαν στο νοσοκομείο, χωρίς καν να ρωτήσουν σημαντικές λεπτομέρειες. Αν δεν δει και δεν εξετάσει τον άρρωστο ο ίδιος ο γιατρός δεν είναι εύκολο να ληφθεί μία τόσο κρίσιμη απόφαση», σημείωσε ο Καθηγητής.

Ο ίδιος τόνισε ότι θα πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία στην Πρωτοβάθμια Περίθαλψη και στην εκπαίδευση των γιατρών, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζονται ασθενείς με ασφάλεια εκτός των νοσοκομείων, όταν η κατάσταση της υγείας τους δεν απαιτεί νοσηλεία.

«Το να δοθούν κίνητρα στους ιδιώτες γιατρούς να μπουν στα νοσοκομεία νομίζω είναι καλό και αποτελεσματικό, αλλά θα ήταν προτιμότερο ο φραγμός να τεθεί πριν οι ασθενείς εισαχθούν σε νοσοκομείο. Δηλαδή να παραμένουν στην κοινότητα, στο σπίτι τους, λαμβάνοντας οδηγίες και την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, όπως έγινε και με τη γρίπη. Οι Εγγλέζοι το έκαναν με επιτυχία», κατέληξε ο κ. Σκουτέλης.