Στην Ε.Ε. η παχυσαρκία επηρεάζει περίπου το 10%-30% των ενηλίκων

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται ως νόσος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), και ορίζεται ως η αποθήκευση υπερβολικής ποσότητας λίπους, που δύναται να οδηγήσει σε επιβάρυνση της υγείας. Η αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί ένα ζήτημα δημόσιας υγείας που επιφέρει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.

Για τον υπολογισμό του βαθμού παχυσαρκίας ή για τη μέτρηση της παχυσαρκίας, χρησιμοποιείται ο Δείκτης Μάζας Σώματος. Όταν η τιμή του ΔΜΣ είναι 30 kg/m ή μεγαλύτερη ένα άτομο θεωρείται παχύσαρκο. Η παχυσαρκία είναι μια πολύπλοκη, πολυπαραγοντική νόσος, η οποία επηρεάζεται από μια ποικιλία παραγόντων, όπως: Γενετικοί (π.χ. γονίδια που επηρεάζουν τον μεταβολισμό), φυσιολογικοί, περιβαλλοντικοί (π.χ. κοινωνικές διατροφικές συνήθειες), ψυχολογικοί καθώς και από τον τρόπο ζωής (π.χ. διατροφή και άσκηση).

Κατά βάση, η παχυσαρκία προκαλείται από τη διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου με την πάροδο του χρόνου: όταν λαμβάνονται περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρησιμοποιεί ο οργανισμός, με αποτέλεσμα την αποθήκευση περίσσειας ενέργειας με τη μορφή λίπους.

Πολλά άτομα με παχυσαρκία αγνοούν τη βαρύτητα του βαθμού παχυσαρκίας από την οποία πάσχουν και τις επιπτώσεις στην υγεία τους.10 Η παχυσαρκία αποτελεί την πέμπτη πιο σημαντική αιτία θανάτου παγκοσμίως, λόγω των συννοσηροτήτων που σχετίζονται με αυτή και συνδέεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας κάθε αιτιολογίας.

Τα παχύσαρκα ή υπέρβαρα άτομα είναι πιο πιθανό να πάσχουν από άλλες παθήσεις, όπως: Διαβήτης τύπου 2, καρδιοπάθεια, υπέρταση, αποφρακτική άπνοια ύπνου, καθώς και συγκεκριμένες μορφές καρκίνου.

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των συννοσηροτήτων που σχετίζονται με αυτή προκαλεί τεράστια οικονομική επιβάρυνση στα συστήματα υγείας. Επιπλέον του οικονομικού φορτίου, υπάρχουν και τα έμμεσα κόστη που απορρέουν της παχυσαρκίας, εξαιτίας: της μακροχρόνιας ανικανότητας, της μειωμένης παραγωγικότητας, του επιδόματος ασθένειας, των αυξημένων ασφάλιστρων και του πρόωρου θανάτου.

Οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, όπως η δίαιτα και η άσκηση, θα πρέπει να αποτελούν μέρος οποιασδήποτε προσπάθειας απώλειας βάρους, ωστόσο τα περισσότερα παχύσαρκα άτομα δυσκολεύονται να επιτύχουν και να διατηρήσουν υγιές σωματικό βάρος.

Μπορούν να επιτευχθούν σημαντικά οφέλη για την υγεία από μια διαρκή απώλεια βάρους 5%-10% στα παχύσαρκα άτομα, όπως βελτίωση των επιπέδων γλυκόζης αίματος και αρτηριακής πίεσης, μειωμένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2, βελτίωση της αποφρακτικής άπνοιας ύπνου15,του λιπιδαιμικού προφίλ15 και της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την υγεία.18

Επιστημονικές εταιρείες, συνιστούν τις παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, όπως η δίαιτα και η άσκηση, ως θεραπεία πρώτης γραμμής για τα άτομα με παχυσαρκία.

Στις επιλογές θεραπείας δεύτερης γραμμής περιλαμβάνεται η φαρμακοθεραπεία και η βαριατρική χειρουργική επέμβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα των συννοσηροτήτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία και την επίπτωσή τους στην υγεία.

Ένα νέο φάρμακο, η λιραγλουτίδη, είναι το πρώτο άπαξ ημερησίως ανάλογο του ανθρώπινου γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου-1 (GLP-1) για τη θεραπεία της παχυσαρκίας, το οποίο έχει λάβει έγκριση στην Ευρώπη. Η λιραγλουτίδη ενδείκνυται στην ΕΕ ως συμπληρωματική αγωγή σε μια δίαιτα χαμηλών θερμίδων και σε αυξημένη σωματική δραστηριότητα για τον έλεγχο του βάρους σε ενήλικες ασθενείς με αρχικό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ≥30 kg/m2 (παχύσαρκοι), ή σε ασθενείς με ΔΜΣ ≥27 kg/m² έως <30 kg/m² (υπέρβαρος) παρουσία τουλάχιστον μίας συννοσηρής πάθησης σχετιζόμενης με το βάρος, όπως π.χ. δυσγλυκαιμία (προδιαβήτης ή σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2), υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή αποφρακτική άπνοια ύπνου.