Iatropedia

Γιατί τα υποκατάστατα ζάχαρης μπορεί να οδηγήσουν σε διαβήτη και παχυσαρκία

Η αυξημένη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κατανάλωσης υπερβολικής ποσότητας ζάχαρης στην υγεία έχει τροφοδοτήσει μια ραγδαία αύξηση στην κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών με μηδενικές θερμίδες τις τελευταίες δεκαετίες.

Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα, τα υποκατάστατα ζάχαρης μπορούν επίσης να προκαλέσουν αλλαγές υγείας, που συνδέονται με τον διαβήτη και την παχυσαρκία.

Τα τεχνητά γλυκαντικά (όπως τα υποκατάστατα ζάχαρης) είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα πρόσθετα τροφίμων παγκοσμίως. Συχνά εμπεριέχονται σε αναψυκτικά με “μηδέν θερμίδες” και άλλα προϊόντα. Αν και κάποιες προηγούμενες μελέτες έχουν ήδη συνδέσει τα τεχνητά γλυκαντικά με αρνητικές συνέπειες για την υγεία, τα αποτελέσματα δεν ήταν σαφή και άφηναν διαφορετικές ερμηνείες. Επίσης, υπάρχουν ερωτήματα πίσω από την χρηματοδότηση των ερευνών για την ζάχαρη και τα τεχνητά γλυκαντικά, αφού πολλές έρευνες διεξάγονται με χρήματα και κατά παραγγελία μεγάλων εταιρειών της παγκόσμιας αγοράς.

Αυτή η μελέτη επικεντρώθηκε στις βιοχημικές αλλαγές στον οργανισμό -χρησιμοποιώντας μια προσέγγιση γνωστή ως αμερόληπτη μεταβολική ικανότητα υψηλής απόδοσης (unbiased high-throughput metabolomics)- μετά την κατανάλωση ζάχαρης, ή υποκατάστατων ζάχαρης. Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τις επιπτώσεις στην αγγειακή υγεία, μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο τα υποκατάστατα ζάχαρης επηρεάζουν τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. Οι μελέτες διεξήχθησαν σε αρουραίους και σε κυτταροκαλλιέργειες.

Τι είπε ο επικεφαλής ερευνητής

“Παρά την προσθήκη αυτών των μη-θερμιδικών τεχνητών γλυκαντικών στην καθημερινή μας διατροφή, εξακολουθεί να παρατηρείται δραστική άνοδος της παχυσαρκίας και του διαβήτη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, δρ. Brian Hoffmann, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα βιοϊατρικής μηχανικής του Ιατρικού Κολλεγίου του Πανεπιστημίου Wisconsin and Marquette.

Και πρόσθεσε: “Στις μελέτες μας, τόσο η ζάχαρη όσο και τα υποκατάστατα ζάχαρης (τεχνητά γλυκαντικά) φαίνεται να εμφανίζουν αρνητικές επιπτώσεις που συνδέονται με την παχυσαρκία και τον διαβήτη, αν και με πολύ διαφορετικούς μηχανισμούς ο ένας από τον άλλο”.

Πώς έγινε η έρευνα

Οι ερευνητές έδωσαν σε διαφορετικές ομάδες αρουραίων τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε γλυκόζη, ή φρουκτόζη (είδη ζάχαρης), ή ασπαρτάμη, ή ακεσουλφάμη καλίου. Όλα αυτά είναι γνωστά υποκατάστατα ζάχαρης “με μηδενικές θερμίδες”. Μετά από τρεις εβδομάδες, οι ερευνητές είδαν σημαντικές διαφορές στις συγκεντρώσεις βιοχημικών, λιπών και αμινοξέων σε δείγματα αίματος από τα πειραματόζωα.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα τεχνητά γλυκαντικά αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα επεξεργάζεται το λίπος και παίρνει την ενέργειά του. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι η ουσία acesulfame potassium φαίνεται να συσσωρεύεται στο αίμα, καθώς οι υψηλότερες συγκεντρώσεις έχουν πιο επιβλαβή επίδραση στα κύτταρα που επενδύουν τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων.

Ο δρ. Hoffmann δήλωσε: “Παρατηρήσαμε ότι με μέτρια πρόσληψη, το σώμα έχει τους μηχανισμούς για να χειριστεί τη ζάχαρη. Το πρόβλημα είναι όταν το σύστημα είναι υπερφορτωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε είναι που… χαλάει […] Παρατηρήσαμε επίσης ότι η αντικατάσταση αυτών των σακχάρων με μη θερμιδικά τεχνητά γλυκαντικά οδηγεί σε αρνητικές αλλαγές στον μεταβολισμό λίπους και ενέργειας”.

Τελικά τι είναι χειρότερο: η ζάχαρη, ή τα υποκατάστατα ζάχαρης;

Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι τα αποτελέσματά τους δεν παρέχουν σαφή απάντηση και το ερώτημα απαιτεί περαιτέρω μελέτη. Είναι γνωστό ότι η υψηλή διατροφική ζάχαρη συνδέεται με αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία και η εν λόγω έρευνα δείχνει, επίσης, ότι αντίστοιχες επιπτώσεις έχουν και τα τεχνητά γλυκαντικά.

“Δεν είναι τόσο απλό να πούμε ότι σταματάμε να χρησιμοποιούμε τεχνητά γλυκαντικά και θα λύσουμε συνολικά τις επιπτώσεις τους που σχετίζονται με τον διαβήτη και την παχυσαρκία […] Εάν καταναλώνετε επί χρόνια αυτές τις ξένες ουσίες (όπως και με τη ζάχαρη), ο κίνδυνος αρνητικών αποτελεσμάτων υγείας αυξάνεται. Όπως και με άλλα διαιτητικά συστατικά, μου αρέσει να λέω ότι η μετριοπάθεια είναι το κλειδί αν κάποιος δυσκολεύεται να κόψει εντελώς κάτι από τη διατροφή του”.

Πηγή: https://medicalxpress.com