Iatropedia

Αιθαλομίχλη: Πώς να προστατεύσετε την αναπνοή σας από την κάπνα των τζακιών

Η αναπνοή αποκλειστικά από τη μύτη προστατεύει από τις επιπτώσεις της εισπνοής των επικίνδυνων μικροσωματιδίων που περιέχονται στον μολυσμένο ατμοσφαιρικό αέρα.

Η αναπνοή από τη μύτη είναι ο πιο απλός και φυσικός τρόπος άμυνας του οργανισμού από την αιθαλομίχλη, που εμφανίζεται στον ουρανό των πόλεων τον χειμώνα, λόγω της καύσης ξύλων στα τζάκια και τις σόμπες.

«Τα αναμμένα τζάκια είναι για πολλούς συνυφασμένα με τη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Προδιαθέτουν σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα ζεστή και φιλόξενη. Όμως, ο καπνός που παράγουν συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της ποσότητας του οξυγόνου στον αέρα και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, ιδιαίτερα όσων πάσχουν από αναπνευστικές νόσους και καρδιαγγειακές παθήσεις», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.

Αιθαλομίχλη: Επιπτώσεις στην υγεία

Βέβαια, τα τζάκια δεν είναι η μοναδική πηγή μόλυνσης του αέρα. Η αιθαλομίχλη προκαλείται και από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις πυρκαγιές. Οι ρύποι που προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία για τη δημόσια υγεία περιλαμβάνουν αιωρούμενα σωματίδια όπως, το όζον, το διοξείδιο του αζώτου και το διοξείδιο του θείου. Τα σωματίδια διεισδύουν στους πνεύμονες και εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος επιφέροντας καρδιαγγειακές, εγκεφαλικές και αναπνευστικές επιπτώσεις. Τουλάχιστον το 70% των πρόωρων θανάτων οφείλονται σε καρδιακές προσβολές και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Το 2013, τα αιωρούμενα σωματίδια θεωρήθηκαν ως αιτία καρκίνου του πνεύμονα από τον Διεθνή Οργανισμό για την Έρευνα στον Καρκίνο (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες τόσο η μακροπρόθεσμη όσο και η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να οδηγήσει σε δυσχέρεια αναπνευστικής λειτουργίας, αναπνευστικές λοιμώξεις και επιδεινούμενο άσθμα. Οι έγκυες έχει διαπιστωθεί ότι όταν εισπνέουν μολυσμένο αέρα διακινδυνεύουν το σωματικό βάρος του παιδιού τους να είναι χαμηλό και να γεννήσουν πρόωρα. Υπάρχουν δε ολοένα αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι μπορεί να επηρεάσουν τη νευρολογική ανάπτυξη των παιδιών.

Τι πρέπει να κάνουμε

«Η απουσία ορατού νέφους δεν αποτελεί ένδειξη ότι η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Και δυστυχώς, παρά τις προειδοποιήσεις των αρχών, ελάχιστα γίνονται για την πρόληψη σχηματισμού της αιθαλομίχλης. Αφού, λοιπόν, δεν μπορούμε να φροντίσουμε για την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε, η μοναδική επιλογή μας είναι να ελέγξουμε τον τρόπο που αναπνέουμε», τονίζει ο Δρ. Μοιρέας. «Δηλαδή, να μην αναπνέουμε από το στόμα, αλλά μόνο από τη μύτη, όπως θα έπρεπε φυσιολογικά».

Και αυτό διότι η μύτη στην είσοδό της διαθέτει τριχίδια που σκοπό έχουν την παγίδευση αιωρούμενων σωματιδίων με τον αναπνεόμενο αέρα. Είναι επενδυμένη με προβολές από βλεννογόνο που εμποδίζουν ξένα σώματα να εισέλθουν στον οργανισμό και όσα περνούν από αυτές προσκολλώνται στη ρινική βλέννα. Η μύτη, δηλαδή, λειτουργεί σαν μια ασπίδα κατά την είσοδο του αέρα προς το αναπνευστικό σύστημα.

Προβλήματα που εμποδίζουν την αναπνοή από τη μύτη

Υπάρχουν πολλές αιτίες που κάποιος δεν μπορεί να αναπνεύσει από τη μύτη. Η σκολίωση ρινικού διαφράγματος, η υπερτροφία ρινικών κογχών και η σύμπτωση ρινικής βαλβίδας είναι κάποιες από τις πιο συχνές. Ο αέρας, όμως, εισέρχεται στους πνεύμονες αφιλτράριστος με μικροσωματίδια και αυτό είναι αρκετά επιβλαβές για τον οργανισμό. Εκτός αυτού, η εισπνοή από το στόμα οδηγεί σε μεγαλύτερη ποσότητα αναπνεόμενου αέρα από το επιθυμητό, δύο έως τρεις φορές περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται ο οργανισμός, με αποτέλεσμα φαινόμενα αναπνευστικής κόπωσης και λαχάνιασμα. Ο υπεραερισμός μολυσμένου αέρα επιτρέπει την εισαγωγή περισσότερων ρύπων στους πνεύμονες και στην κυκλοφορία του αίματος, οπότε οι επιπτώσεις είναι δυσμενέστερες.

«Όσοι δεν αντιμετωπίζουν ρινικά προβλήματα έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν προβλήματα υγείας που απορρέουν από την εισπνοή των μικροσωματιδίων. Για εκείνους, όμως, που η ρινική αναπνοή δεν είναι δυνατή, λόγω ανατομικών προβλημάτων και άλλων παθήσεων, συστήνεται η χειρουργική θεραπεία που τις περισσότερες φορές είναι μονόδρομος», σημειώνει ο Δρ. Μοιρέας.

Όπως επισημαίνει ο γιατρός, οι σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές επιτρέπουν την ανώδυνη και μόνιμη διόρθωσή του, με την αφαίρεση ή/και τη μετακίνηση στην προβλεπόμενη θέση, του χόνδρινου και του οστέινου τμήματος του διαφράγματος και την καυτηρίαση των κάτω ρινικών κογχών, παρεμβάσεις που αλλάζουν την αρχιτεκτονική του εσωτερικού της μύτης και επιτρέπουν τη δραστική αύξηση της ποσότητας του αέρα που εισπνέεται.

«Το ίδιο αποτελεσματική είναι και η χειρουργική θεραπεία της δυσλειτουργίας των ρινικών βαλβίδων, που συχνά υποεκτιμάται. Ο ρόλος αυτών είναι η ρύθμιση της ροής του εισπνεόμενου αέρα. Με τη χειρουργική διόρθωση της σύμπτωσης των πλάγιων τοιχωμάτων της μύτης (του κλεισίματος δηλαδή των ρουθουνιών κατά τη βαθιά εισπνοή) αντιμετωπίζεται η δυσκολία της διόδου του αέρα και επομένως η αδυναμία ρινικής αναπνοής», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.