Iatropedia

Εγκρίθηκε θεραπεία για σπάνια νόσο που προκαλεί σοβαρές αναπηρίες και «γύρισμα» των ματιών

Η θεραπεία εγχέεται απ' ευθείας στον εγκέφαλο και χορηγείται μία φορά. Προορίζεται για τα παιδιά που γεννιούνται με ανεπάρκεια του ενζύμου AADC. Η ανεπάρκεια αυτή προκαλεί σοβαρή ψυχοκινητική υστέρηση και επεισόδια δυστονίας στα παιδιά.

Την πρώτη γονιδιακή θεραπεία για μία σπάνια νόσο η οποία προκαλεί σοβαρά κινητικά προβλήματα και αναπτυξιακές υστερήσεις στα παιδιά, ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η θεραπεία περιέχει τη δραστική ουσία eladocagene exuparvovec, εγχέεται απ’ ευθείας στον εγκέφαλο και προορίζεται για την ανεπάρκεια της AADC.

Η AADC (ή αρωματική L-αμινο-οξική δεκαρβοξυλάση) είναι ένα ένζυμο που συμμετέχει στη σύνθεση βασικών ουσιών του εγκεφάλου, όπως:

Οι ουσίες αυτές λέγονται νευροδιαβιβαστές, διότι είναι υπεύθυνες για τη μετάδοση μηνυμάτων μεταξύ των νευρικών κυττάρων. Η ανεπάρκεια του ενζύμου προκαλείται από μεταλλάξεις σε ένα γονίδιο (λέγεται DDC) και πλήττει τη σύνθεση των ουσιών αυτών.

Τα προσβεβλημένα μωρά μπορεί να μοιάζουν φυσιολογικά όταν γεννιούνται. Ωστόσο τα περισσότερα αναπτύσσουν συμπτώματα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής. Τα συμπτώματα αυτά συμπεριλαμβάνουν μειωμένο μυϊκό τόνο (υποτονία) και επεισόδια βασανιστικών επιληπτόμορφων οφθαλμογυρικών κρίσεων. Οι κρίσεις αυτές προκαλούν περιστροφή των βολβών των ματιών («γυρνάνε» τα μάτια). Άλλα συμπτώματα είναι συχνοί έμετοι, συμπεριφορικά προβλήματα, δυσκολίες στον ύπνο, αναπτυξιακές υστερήσεις κ.λπ.

Στην πραγματικότητα, η ανεπάρκεια της AADC συνήθως προκαλεί σοβαρή αναπηρία και ταλαιπωρία στα παιδιά. Καθιστά απαραίτητη τη φροντίδα επί 24ωρου βάσεως, με τα παιδιά να χρειάζονται συχνά επείγουσες διακομιδές στα νοσοκομεία και νοσηλείες λόγω σοβαρών επιπλοκών. Η πρόγνωσή τους είναι φτωχή.

Αλλάζει την πορεία της νόσου

Το eladocagene exuparvovec είναι η πρώτη νοσοτροποποιητική θεραπεία που εγκρίνεται για την συγκεκριμένη πάθηση. «Νοσο-τροποποιητικές» λέγονται οι θεραπείες οι οποίες δρουν στην υποκείμενη παθοφυσιολογία μίας νόσου, επηρεάζοντας ευνοϊκά την πορεία της.

Στην ανεπάρκεια της AADC, η χορήγηση του eladocagene exuparvovec αλλάζει σημαντικά την εικόνα των ασθενών. Κλινικές μελέτες έδειξαν πως εντός τριμήνου από τη χορήγησή του, άρρωστα παιδιά τα οποία δεν επιτύγχαναν κανένα αναπτυξιακό κινητικό ορόσημο, ανέπτυξαν κλινικά σημαντικές κινητικές ικανότητες.

Επιπλέον, οι βελτιώσεις αυτές ως φαίνεται συνεχίζονται ακόμα και 10 χρόνια μετά την χορήγηση της θεραπείας. Σημειώνεται πως ο πρώτος ασθενής στον οποίο δοκιμάστηκε η θεραπεία, την έλαβε το 2010.

Η θεραπεία βελτιώνει επίσης τις γνωστικές δεξιότητες των ασθενών και μειώνει τα συμπτώματα που προκαλούν νοσογόνες ή και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές.

Εφάπαξ θεραπεία

Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφορά χορήγηση σε ασθενείς με σοβαρή  ανεπάρκεια της AADC, ηλικίας 18 μηνών και άνω. Η χορήγηση γίνεται μία φορά (εφάπαξ). Η θεραπεία βασίζεται στην έγχυση στον οργανισμό ενός αβλαβούς ιού, ο οποίος φέρει ένα λειτουργικό γονίδιο που «διορθώνει» το γενετικό ελάττωμα που προκαλεί τη νόσο.

Ειδικότερα, χρησιμοποιείται ένας ανασυνδυασμένος αδενο-σχετιζόμενος ιός τύπου 2 (AAV2) για να μεταφερθεί ένα λειτουργικό γονίδιο DDC, σε μία δομή του εγκεφάλου που λέγεται φακοειδής πυρήνας.

Το λειτουργικό γονίδιο DDC διορθώνει το γενετικό ελάττωμα που προκαλούσε μειωμένη παραγωγή του ενζύμου AADC. Έτσι, η παραγωγή του ενζύμου αυξάνεται και αποκαθίσταται η σύνθεση της ντοπαμίνης.

«Είμαστε ενθουσιασμένοι με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έτοιμοι να διαθέσουμε στους ασθενείς που ζουν με ανεπάρκεια της AADC, αυτή την πολυαναμενόμενη γονιδιακή θεραπεία που έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη ζωή τους», δήλωσε ο κ. Jesse Sibarium, αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής της εταιρείας PTC Therapeutics, Inc. που παράγει το eladocagene exuparvovec.

Η έγκριση της ΕΕ έχει ισχύ στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν.

Φωτογραφία: iStock