Iatropedia

Κορωνοϊός: Τι πρέπει να γνωρίζουν για τα εμβόλια οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση

Ποιοι ασθενείς κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν βαριά από τον επικίνδυνο ιό. Τι έχουν δείξει οι έως τώρα μελέτες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων για τους πάσχοντες από πολλαπλή σκλήρυνση.

Η γνώση για το πώς η πανδημία της COVID-19 επηρεάζει άτομα με πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας) εμπλουτίζεται διαρκώς, καθώς προκύπτουν συνεχώς περαιτέρω στοιχεία αφού η πανδημία είναι σε εξέλιξη παγκοσμίως και όλος ο ερευνητικός και επιστημονικός κόσμος έχει εστιάσει την προσοχή του και τις δυνάμεις του στην αντιμετώπισή της.

«Τα τρέχοντα στοιχεία δείχνουν γενικά ότι η πολλαπλή σκλήρυνση δεν αυξάνει την πιθανότητα προσβολής, σοβαρής νόσησης ή ακόμα και θανάτου από τη μόλυνση με  κορωνοϊό συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό», επισημαίνει ο νευρολόγος Γρηγόρης Β. Χειλάκος, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης του Metropolitan General.

Ωστόσο, οι ακόλουθες ομάδες πασχόντων είναι πιο επιρρεπείς σε σοβαρή νόσηση από COVID-19:

Ποιοι πρέπει να εμβολιάζονται

Ανεξαρτήτως αυτών, όλοι οι πάσχοντες από πολλαπλή σκλήρυνση πρέπει να εμβολιάζονται κατά της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση έδειξε ότι τα εμβόλια COVID-19 είναι ασφαλή και αποτελεσματικά.

Ωστόσο, «ακόμη και μετά τη λήψη του εμβολίου, είναι σημαντικό να συνεχιστούν οι προφυλάξεις κατά της COVID-19, όπως η χρήση μάσκας προσώπου (FFP2), η κοινωνική απόσταση και το πλύσιμο των χεριών», επισημαίνει ο κ. Χειλάκος. «Και αυτό γιατί εμφανίζονται νέες παραλλαγές (όπως η Όμικρον) που ενδέχεται να μην καλύπτονται πλήρως από τα τρέχοντα εμβόλια».

Οι πέντε τύποι εμβολίων

Υπάρχουν πολλά εμβόλια για τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός. Χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές χώρες σε όλο τον κόσμο, μελετώνται αναλυτικά και εγκρίνονται τακτικά. Έχουν αναπτυχθεί επί του παρόντος πέντε διαφορετικοί τύποι εμβολίων COVID-19 που χρησιμοποιούνται ή βρίσκονται σε εξέλιξη και λειτουργούν με διαφορετικούς μηχανισμούς.

Κίνδυνος επιπλοκών

Οι κίνδυνοι της νόσου COVID-19 υπερτερούν των σπανιότατων πιθανών σχετικών κινδύνων από το εμβόλιο.

Επιπλέον, τα μέλη του ίδιου νοικοκυριού και οι στενές επαφές με τους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, θα πρέπει επίσης να κάνουν εμβόλιο το συντομότερο δυνατό, για να μεγιστοποιήσουν την προστασία τους από την COVID-19.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα άτομα με πολλαπλή σκλήρυνση διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών από τα προαναφερθέντα εμβόλια (1-4), σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Τα εμβόλια μπορεί να προκαλέσουν κάποιες παρενέργειες, όπως πυρετό, μυϊκή δυσφορία ή κόπωση, οι οποίες συνήθως διαρκούν για λίγες ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Αυτές οι παροδικές ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να επιδεινώσουν προσωρινά τα συμπτώματα της πολλαπλής σκλήρυνσης. Ωστόσο αποτελούν ένδειξη ότι το εμβόλιο ενεργεί και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.

Σημαντική είναι και η στρατηγική της συνέχισης της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνουν οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, όταν εμβολιάζονται κατά της COVID-19. Η καθυστέρηση της έναρξης ενός ανοσοτροποποιητικού φαρμάκου ή η αλλαγή του χρονικού διαστήματος λήψης αυτού είναι μια τακτική που επιτρέπει στο εμβόλιο να είναι πλήρως αποτελεσματικό και πρέπει να καθορίζεται σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό.

Ειδικές οδηγίες εμβολιασμού σε σχέση με τη λαμβανόμενη φαρμακευτική αγωγή:

Δεν απαιτείται καθυστέρηση στην έναρξη λήψης των φαρμάκων αυτών λόγω του εμβολίου COVID-19. Εάν γίνεται χρήση ήδη ενός από αυτά τα φάρμακα, δεν απαιτούνται προσαρμογές στη διαχείριση τους.

Για το fingolimod ή το siponimod, συνιστάται να ληφθεί το εμβόλιο COVID-19, έτσι ώστε η δεύτερη δόση του εμβολίου να γίνει δύο έως τέσσερις εβδομάδες πριν ξεκινήσει η αγωγή με αυτά.

Εάν ήδη λαμβάνετε ως αγωγή το fingolimod ή το siponimod, συνιστάται η συνέχιση της αγωγής και η λήψη του εμβολίου μόλις αυτό είναι διαθέσιμο. Η τρίτη δόση πρέπει να προγραμματίζεται 3 μήνες μετά από την δεύτερη.

Κατά την έναρξη θεραπείας με το alemtuzumab, το cladribine το ocrelizumab ή το rituximab συνιστάται να ληφθεί το εμβόλιο COVID-19, έτσι ώστε η δεύτερη δόση του εμβολίου να γίνει τουλάχιστον δύο έως τέσσερις εβδομάδες πριν από την έναρξη του alemtuzumab ή της κλαδριβίνης του ocrelizumab, και του rituximab.

Ακολούθως συστήνεται η συνέχιση του alemtuzumab, της κλαδριβίνης του ocrelizumab ή του rituximab τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου.

Εάν ήδη λαμβάνετε το alemtuzumab, το cladribine, το ocrelizumab, ή το rituximab,  προτείνεται η λήψη του εμβολίου τουλάχιστον 4-12 εβδομάδες μετά την τελευταία δόση alemtuzumab ή cladribine, πάντα σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό.

Πρέπει να κάνουν πιο άμεσα (μετά από 3 μήνες ή συντομότερα), τρίτη δόση εμβολίου ανάλογα και με την κλινική τους κατάσταση.

Συνιστάται η λήψη του εμβολίου τρεις έως πέντε ημέρες μετά την τελευταία δόση στεροειδών.

Διατήρηση της επικοινωνίας με τους γιατρούς

«Η πρωτόγνωρη για ασθενείς και υγειονομικούς πανδημία του κορωνοϊού έχει αλλάξει τις ζωές όλων. Οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση καλούνται να ανταπεξέλθουν σε μια ακόμα δοκιμασία. Η υπομονή, η προσήλωση στους υγειονομικούς κανόνες, η διατήρηση της επικοινωνίας τους με τους θεράποντες ιατρούς αλλά και τους άλλους θεραπευτές, είναι απαραίτητες αρετές σε αυτή τη δοκιμασία», τονίζει ο κ. Χειλάκος.

Και συνεχίζει: «Η ισορροπία της ψυχικής και σωματικής υγείας κάτω από συνθήκες περιορισμού είναι δύσκολη, αλλά απαραίτητη μέχρι η ανάπτυξη και η διάδοση των εμβολίων και ίσως και των θεραπειών κατά της COVID-19, να δώσουν τέλος στην παγκόσμια υγειονομική κρίση. Μπορούμε και πρέπει να συντονίσουμε όλοι τις προσπάθειές μας, ασθενείς, φροντιστές και θεραπευτές, για να πετύχουμε το στόχο αυτό».

Φωτογραφία: iStock