Iatropedia

Γιατί μερικοί άνθρωποι παθαίνουν συνέχεια COVID και άλλοι ποτέ

Ο ρόλος των συνθηκών διαβίωσης και των γονιδίων. Τι άλλαξε στην πορεία της πανδημίας του κορωνοϊού.

Όλοι γνωρίζουμε κάποιον που κατ’ επανάληψιν έχει πάθει COVID και κάποιον που δεν έχει νοσήσει ούτε μία φορά. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Η απάντηση πιθανώς κρύβεται στα γονίδιά μας, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.

Μελετώντας χιλιάδες ασθενείς που νόσησαν από κορωνοϊό και τις οικογένειές τους, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ενώ τον πρώτο καιρό της πανδημίας, η έκθεση στον ιό ήταν αυτή που καθόριζε ποιος θα νοσήσει, πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι αρχικά το ποιος θα νοσούσε εξαρτιόταν περισσότερο από τις συνθήκες διαβίωσης στα σπίτια μας», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Katie LaRow Brown, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη. «Με την πάροδο του χρόνου, όμως, αυτό άλλαξε».

Όπως εξήγησε, η επίδραση των συνθηκών διαβίωσης μειώθηκε και αναδύθηκε η σημασία της γενετικής επιρρέπειας.

Νέα μελέτη

Τα ευρήματα αυτά δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Communications. Η Dr. Brown και οι συνεργάτες της ανέλυσαν τα δεδομένα 12.764 ασθενών που διαγνώσθηκαν με COVID μεταξύ Φεβρουαρίου 2021 και Οκτωβρίου 2022. Οι εθελοντές προέρχονταν από 5.676 οικογένειες, όπου κατά μέσον όρο είχαν νοσήσει 2,5 μέλη τους.

Αναλύοντας τους γενετικούς έναντι των περιβαλλοντικών παραγόντων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συσχετίσεις είχαν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.

Νωρίς το 2021, τα γονίδια ενός ατόμου ευθύνονταν για το περίπου 33% της διαφοράς στην επιρρέπεια στον κορωνοϊό. Στο δεύτερο μισό της μελέτης, όμως, ο αντίκτυπος των γονιδίων αυξήθηκε στο 70%.

Τα γονίδια φάνηκε να επηρεάζουν περισσότερο και τη σοβαρότητα της COVID. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τη σοβαρότητά της σε συνάρτηση με τις ημέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο. Έτσι διαπίστωσαν ότι τα γονίδια ευθύνονταν για το 41% στις διαφορές από άτομο σε άτομο και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες για το 33%.

Μεγάλη έκπληξη

«Η COVID είναι μία λοιμώδης νόσος και νομίζαμε ότι οι διαφορές στις συνθήκες διαβίωσης θα ήταν εκείνες που θα έκαναν τη διαφορά καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Τα ευρήματά μας όμως δεν έδειξαν να συμβαίνει αυτό», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Nicholas Tatonetti, αναπληρωτής καθηγητής Βιοϊατρικής Πληροφορικής στο Κολούμπια.

«Μας εξέπληξαν τα ποσοστά της γενετικής επιρρέπειας», συνέχισε. «Δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιο ακριβώς τμήμα του DNA κατευθύνει το χάσμα μεταξύ όσων νοσούν συνεχώς και εκείνων που δεν νοσούν. Είναι όμως σημαντικό να το βρούμε, για να κατευθύνουμε σωστά τους πόρους και τις δυνάμεις για τις μελλοντικές ιατρικές έρευνες».

Φωτογραφία: iStock