Iatropedia

Ελπίδες για τη νόσο Κούσινγκ- αισιόδοξοι οι επιστήμονες

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν πριν από λίγες ημέρες από τότε που ο γιατρός Harbey Cousing, ανέλυσε και περιέγραψε τα συμπτώματα μιας νόσου με σπάνια ενδοκρινικά συμπτώματα. Τιμητικά οι επιστήμονες έδωσαν το όνομα του γιατρού στη συγκεκριμένη νόσο, η διάγνωση της οποίας ακόμη και σήμερα είναι μια πρόκληση. Αυτή η σπάνια ενδοκρινική δυσλειτουργία μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην υγεία των ασθενών και αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά μειώνει κατά πολύ το προσδόκιμο επιβίωσης.

Πριν μιλήσουμε για τη Νόσο Cushing, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ασθένεια που ονομάζεται σύνδρομο Cushing. Σύνδρομο Cushing είναι το σύνολο των συμπτωμάτων και κλινικών εκδηλώσεων που προκαλείται από την υπερβολική ποσότητα κορτιζόλης στον οργανισμό. Η κορτιζόλη είναι μία ορμόνη που παράγεται στα επινεφρίδια και είναι ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό: ρυθμίζει τον μεταβολισμό, την καρδιαγγειακή λειτουργία, το ανοσολογικό σύστημα και βοηθά τον οργανισμό να ανταποκρίνεται στο στρες.

Πολλοί ασθενείς έχουν σύνδρομο Cushing επειδή παίρνουν «κορτιζόνη» για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών (αναφέρεται ως εξωγενής αιτία). Σε σχετικά σπάνιες περιπτώσεις ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν σύνδρομο Cushing λόγω υπερπαραγωγής κορτιζόλης από τα επινεφρίδια (αναφέρεται ως ενδογενής αιτία).

Οφείλεται σε καλόηθες αδένωμα (όγκο) της υπόφυσης, το οποίο υπερεκκρίνει μία πεπτιδική ορμόνη, τη φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη (ACTH), η οποία διεγείρει τα επινεφρίδια και προκαλεί την υπερπαραγωγή κορτιζόλης. Οι όγκοι που εκκρίνουν την ορμόνη ACTH είναι σχεδόν πάντοτε καλοήθεις και πολλές φορές πολύ μικροί ώστε δεν φαίνονται ακόμη και όταν ο ασθενής υποβάλλεται σε μαγνητική τομογραφία.

Η νόσος Cushing προσβάλλει 1-2 ανθρώπους ανά εκατομμύριο πληθυσμού κάθε χρόνο. Το σύνολο των περιπτώσεων υπολογίζεται σε 39,1 περιστατικά ανά εκατομμύριο πληθυσμού παγκοσμίως. Προσβάλλει συνήθως τις γυναίκες, με συχνότερη εμφάνιση στις ηλικίες από 20 έως 50 χρονών.

Μέχρι σήμερα, δεν έχουν εντοπιστεί αίτια ή παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη των αδενωμάτων της υπόφυσης που προκαλούν τη νόσο Cushing.

Τα κλινικά συμπτώματα της νόσου Cushing προκαλούνται από την υπερκορτιζολαιμία και είναι πολλά και ποικίλα. Ωστόσο, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις κύριες κατηγορίες που περιλαμβάνουν (χωρίς αυστηρό περιορισμό):

– Σωματικές εκδηλώσεις

– Αύξηση βάρους

– Παχυσαρκία κορμού (συσσώρευση λίπους στην κοιλιά με λεπτά άνω και κάτω άκρα)

– Πανσεληνοειδές προσωπείο (στρογγυλό, ερυθρό, φουσκωμένο πρόσωπο)

– Πορφυρές ραβδώσεις του δέρματος στην κοιλιά, στους μηρούς και στους μαστούς

– Οπισθοτραχηλική απόθεση λίπους (buffalo hump)

– Ακμή ή δερματικές μολύνσεις

– Εύκολος μωλωπισμός

– Υπερβολική τριχοφυΐα στο πρόσωπο για τις γυναίκες

– Μυϊκή αδυναμία

– Κεφαλαλγία

– Μεταβολικές/ Καρδιαγγειακές εκδηλώσεις

– Καρδιαγγειακή νόσος

– Έντονη κόπωση

– Διαταραχή του μεταβολισμού

– Υπέρταση

– Πολυδιψία και πολυουρία

Άλλες εκδηλώσεις

– Κατάθλιψη, άγχος, ευερεθιστότητα

– Ανικανότητα

– Οστεοπόρωση

– Διαταραχές έμμηνου ρύσης

Επιπλέον κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν: οίδημα, ευερεθιστότητα, αλλαγές στην όρεξη, προβλήματα μνήμης, προβλήματα στον ύπνο, επανειλημμένες λοιμώξεις, απώλεια μαλλιών, και βραδεία επούλωση τραυμάτων.

Υπάρχουν πολλές σοβαρές επιπλοκές στην υγεία που σχετίζονται με τη νόσο Cushing, όπως: οστεοπόρωση, κατάγματα, διαβήτης, υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), λοιμώξεις, αυξημένη πηκτικότητα αίματος – θρομβώσεις και υψηλή χοληστερίνη και τριγλυκερίδια.

H διάγνωση της νόσου Cushing αποτελεί πρόκληση για διάφορους λόγους. Το πιο δύσκολο βήμα είναι η αναγνώριση του συνδρόμου Cushing. Αφού διαγνωσθεί το σύνδρομο Cushing, οι ιατροί μπορούν να πραγματοποιήσουν μία σειρά από εξετάσεις για να επιβεβαιώσουν το λόγο της υπερβολικής έκκρισης κορτιζόλης που θα καθορίσει και τη σωστή θεραπεία.

Πολλά συμπτώματα του συνδρόμου Cushing συχνά αποδίδονται σε άλλες ασθένειες όπως κατάθλιψη ή άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, παχυσαρκία από ακατάλληλη διατροφή και/ή άσκηση, διαβήτη, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Αυτό έχει σαν συνέπεια μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση. Ο χρόνος διάγνωσης μπορεί να καθυστερήσει και πάνω από 6 χρόνια από τη στιγμή που παρατηρούνται τα πρώτα συμπτώματα.

Οι νεότερες εξελίξεις σχετικά με τη θεραπευτική αντιμετώπισή της ασθένειας παρουσιάστηκαν από το Τμήμα Νευροενδοκρινολογίας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ενημέρωσης για τη νόσο Cushing.

O κ. Γ. Μαστοράκος, Πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας και της Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων, Αν. Καθηγητής, Ενδοκρινολογική Μονάδα, Β’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Αρεταίειο, χαιρετίζοντας την εκδήλωση, είπε: «Σήμερα, 100 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή της νόσου Cushing, και παρά της προόδους που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η έγκαιρη διάγνωση της νόσου παραμένει μία πρόκληση».

Αν η νόσος δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία των ασθενών, όπως για παράδειγμα διαβήτη, υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), λοιμώξεις, θρομβώσεις και υψηλή χοληστερίνη και τριγλυκερίδια (υπερλιπιδαιμία), μειώνοντας κατά πολύ το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών.

Η κα. Ν. Καραβιτάκη, Ενδοκρινολόγος, Διευθύντρια στο Oxford Centre for Endocrinology and Metabolism του Νοσοκομείου Churchill της Οξφόρδης, παρουσιάζοντας πρόσφατο ερευνητικό έργο, το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία των Ενδοκρινολογικών Τμημάτων της Οξφόρδης και του Ευαγγελισμού σχετικά με τη θνησιμότητα και τις επιπλοκές της νόσου χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η θνησιμότητα των ασθενών με νόσο Cushing είναι μέχρι και 8 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με τον αντίστοιχο υγιή πληθυσμό, ιδιαίτερα στους ασθενείς εκείνους στους οποίους δεν επιτυγχάνεται επαρκής έλεγχος της νόσου. Δυστυχώς, ακόμη και μετά από επιτυχή θεραπεία, αρκετές και μάλιστα σημαντικές κλινικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τη νόσο Cushing όπως η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η οστεοπενία ή οστεοπόρωση, παραμένουν. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στη καθυστερημένη διάγνωση.»

Μέχρι στιγμής, η καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση για τη νόσο Cushing είναι η χειρουργική εξαίρεση του αδενώματος της υπόφυσης, η οποία πραγματοποιείται από εξειδικευμένο νευροχειρουργό μέσω της διασφηνοειδικής οδού. Στην περίπτωση που η εγχείρηση δεν είναι αποτελεσματική άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι: η ακτινοβολία της υπόφυσης και η αμφοτερόπλευρη λαπαροσκοπική επινεφριδεκτομή. Παράλληλα, μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα που αναστέλλουν τη παραγωγή κορτιζόλης.

«Παρά της υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό θεραπευτικό κενό στην αντιμετώπιση της νόσου Cushing» ανέφερε ο κ. Σ. Τσαγκαράκης, Ενδοκρινολόγος, Συντονιστής Διευθυντής του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Διαβητολογικού Κέντρου στο Νοσοκομείο «Ο Ευαγγελισμός», ενώ εξήγησε, «Δυστυχώς με το χειρουργείο δεν θεραπεύονται όλοι οι ασθενείς, ενώ ακόμη και στις επιτυχείς επεμβάσεις η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει. Εκτιμάται ότι το 25-35% των περιπτώσεων δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την νευροχειρουργική επέμβαση. Ο χειρισμός των ασθενών αυτών με τα διαθέσιμα φάρμακα ή τα άλλα θεραπευτικά μέσα δεν είναι πάντοτε εύκολος και προϋποθέτει την αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών σε εξειδικευμένα ενδοκρινολογικά κέντρα».

Πρόσφατα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ενέκρινε τη κυκλοφορία ενός νέου φαρμακευτικού σκευάσματος, την πασιρεοτίδη (Signifor), η οποία ανήκει στα ανάλογα σωματοστατίνης, για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με νόσο Cushing, οι οποίοι δεν μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση ή στους οποίους η χειρουργική επέμβαση δεν ήταν επιτυχής. Η πασιρεοτίδη αποτελεί την πρώτη στοχευμένη φαρμακευτική θεραπεία για τη νόσο Cushing, καθώς αναστέλλει την υπερπαραγωγή της ACTH από το αδένωμα της υπόφυσης. Στην πλειονότητα των ασθενών που έλαβαν τη θεραπεία, παρατηρήθηκε άμεση μείωση των επίπεδων ελεύθερης κορτιζόλης ούρων (UFC), ενώ σε μία υποομάδα ασθενών επετεύχθη η ομαλοποίηση των επιπέδων αυτών. Επιπλέον, παρατηρήθηκε βελτίωση στις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, όπως η αρτηριακή πίεση, η χοληστερίνη, το βάρος, και ο δείκτης μάζας σώματος. Η πασιρεοτίδη χορηγείται μέσω υποδόριας ένεσης.