Iatropedia

Όταν τα αυτοάνοσα «βαπτίζονται» «ψυχοσωματικά»: Τι δείχνει έρευνα του Cambridge για τις επιπτώσεις στους ασθενείς

Asian man holding hand with muscle weakness, numbness and paralysis symptoms after vaccination. Guillain Barre syndrome rare cause by autoimmune disorder concept. Selective focus.

Μεταξύ γιατρών και ασθενών παρατηρείται συχνά ένα χάσμα παρεξηγήσεων και στην επικοινωνία, με αποτέλεσμα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο λύκος και η αγγειίτιδα, να διαγιγνώσκονται λανθασμένα ως ψυχιατρικές ή ψυχοσωματικές καταστάσεις, με βαθιές και διαρκείς επιπτώσεις στους ασθενείς, διαπίστωσαν οι ερευνητές.

Μελέτη στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 3.000 συμμετέχοντες -τόσο ασθενείς όσο και κλινικοί γιατροί- διαπίστωσε ότι οι λανθασμένες διαγνώσεις (διαγνώσεις τύπου «δεν έχεις τίποτα, στο μυαλό σου είναι…» όπως τις περιγράφουν κάποιοι από τους ίδιους τους ασθενείς) συχνά συνδέονται με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη σωματική και την ψυχική υγεία των ασθενών και πλήττουν την εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.

Οι ερευνητές ζητούν να υπάρξει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση από την πλευρά των γιατρών σχετικά με τα συμπτώματα των χρόνιων νόσων, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστούν, και περισσότερη υποστήριξη για τους ασθενείς.

Τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος και η αγγειίτιδα είναι χρόνιες φλεγμονώδεις διαταραχές που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα και μπορούν να βλάψουν όργανα και ιστούς σε όλο το σώμα. Μπορεί, όμως, να είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστούν, καθώς οι άνθρωποι αναφέρουν ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών συμπτωμάτων, πολλά από τα οποία μπορεί να είναι «αόρατα», όπως η ακραία κόπωση και η κατάθλιψη.

Η δρ Melanie Sloan από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ηγήθηκε μιας μελέτης που διερεύνησε τις εμπειρίες που αναφέρουν οι ασθενείς από δύο μεγάλες ομάδες, καθεμία από τις οποίες αριθμούσε πάνω από 1.500 ασθενείς, και συνεντεύξεις σε βάθος με 67 ασθενείς και 50 κλινικούς γιατρούς. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν χθες, Τρίτη, 4 Μαρτίου 2025, στην επιθεώρηση Rheumatology.

Οι ασθενείς που ανέφεραν ότι το αυτοάνοσο νόσημα από το οποίο έπασχαν διαγνώστηκε λανθασμένα ως ψυχοσωματικό ή ως πάθηση ψυχικής υγείας, είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους και χαμηλότερη ψυχική ευεξία. Για παράδειγμα, ένας ασθενής με πολλαπλά αυτοάνοσα νοσήματα δήλωσε: «Ένας γιατρός μου είπε ότι ήμουν εγώ που έκανα τον εαυτό μου να νιώθει πόνο και ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτές τις λέξεις. Το να μου λέει ότι το κάνω εγώ στον εαυτό μου μού προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και θλίψη».

Πάνω από το 80% ανέφερε πως η λανθασμένη διάγνωση είχε πλήξει την αυτοεκτίμησή του και το 72% των ασθενών ότι η λανθασμένη διάγνωση εξακολουθεί να τους αναστατώνει, συχνά ακόμη και δεκαετίες αργότερα. Οι ασθενείς με λανθασμένη διάγνωση ανέφεραν επίσης χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από κάθε πτυχή της ιατρικής περίθαλψης και ήταν πιο πιθανό να μην εμπιστεύονται τους γιατρούς, να υποβαθμίζουν τα συμπτώματά τους και να αποφεύγουν τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Όπως ανέφερε ένας ασθενής, εξαιτίας αυτού έχασε την εμπιστοσύνη και το θάρρος του και δεν θέλει πια να λέει πολλά-πολλά στους γιατρούς. «Σταμάτησα ακόμη και να παίρνω το ανοσοκατασταλτικό φάρμακο που έπαιρνα εξαιτίας αυτών των λέξεων», προσέθεσε.

Μετά από τέτοιου είδους λανθασμένες διαγνώσεις, οι ασθενείς συχνά φτάνουν στη συνέχεια να κατηγορούν τον εαυτό τους για την κατάστασή τους, όπως περιέγραψε κάποιος: «Δεν αξίζω βοήθεια γιατί αυτή είναι μια ασθένεια που την προκάλεσα εγώ ο ίδιος. Ανατρέχεις στις αρχικές διαγνώσεις, έχεις πάντα τις φωνές τους στο κεφάλι σου, που λένε ότι όλο αυτό το κάνεις εσύ στον εαυτό σου. Δεν μπορείς ποτέ να το αποτινάξεις αυτό. Έχω προσπαθήσει πάρα πολύ».

«Αν και πολλοί γιατροί είχαν την πρόθεση να είναι καθησυχαστικοί προτείνοντας μια ψυχοσωματική ή ψυχιατρική αιτία για αρχικά ανεξήγητα συμπτώματα, αυτού του είδους οι λανθασμένες διαγνώσεις μπορούν να δημιουργήσουν πλήθος αρνητικών συναισθημάτων και επιπτώσεων στη ζωή, την αυτοεκτίμηση και τη φροντίδα. Αυτά φαίνεται ότι δεν επιλύονται παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, ακόμη και αφού υπάρξει σωστή διάγνωση. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να βοηθήσουμε αυτούς τους ασθενείς να θεραπευτούν και να εκπαιδεύσουμε τους κλινικούς γιατρούς ώστε να εξετάζουν την αυτοανοσία σε πιο πρώιμο στάδιο», ανέφερε η δρ Melanie Sloan, από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Πανεπιστημίου του Cambridge:

Οι κλινικοί ιατροί τόνισαν πόσο δύσκολο είναι να διαγνωστούν τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα και ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος λανθασμένης διάγνωσης. Ορισμένοι γιατροί ανέφεραν ότι δεν είχαν πραγματικά σκεφτεί τα μακροπρόθεσμα προβλήματα για τους ασθενείς, αλλά άλλοι μίλησαν για τα προβλήματα στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης, όπως τόνισε ένας γενικός ιατρός από την Αγγλία: «Χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε οτιδήποτε λέει ο καθένας… προσπαθείς να τους πείσεις ότι κάτι είναι εντάξει και θα πουν ναι, αλλά ένας γιατρός στο παρελθόν είπε αυτό και έκανε λάθος».

Ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ότι η εμπιστοσύνη αυτή μπορεί να αποκατασταθεί.

Ο Mike Bosley, ασθενής με αυτοάνοσο νόσημα και από τους συγγραφείς της μελέτης, ανέφερε: «Χρειαζόμαστε περισσότερους κλινικούς γιατρούς να κατανοήσουν πώς μια τέτοια λανθασμένη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνια ψυχική και συναισθηματική βλάβη και σε καταστροφική απώλεια εμπιστοσύνης στους γιατρούς. Όλοι πρέπει να εκτιμήσουν ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα μπορούν να εκδηλωθούν με ασυνήθιστους τρόπους, ότι η προσεκτική ακρόαση των ασθενών είναι το κλειδί για την αποφυγή της μακροχρόνιας βλάβης που μπορεί να προκαλέσει μια λανθασμένη διάγνωση ψυχικής υγείας ή ψυχοσωματικού».

Οι συγγραφείς της μελέτης συνιστούν διάφορα μέτρα για τη βελτίωση της υποστήριξης των ασθενών με αυτοάνοσα ρευματολογικά νοσήματα. Αυτά είναι πιθανό να ισχύουν και για πολλές άλλες ομάδες ασθενών με χρόνια νοσήματα που συχνά παρεξηγούνται και για τα οποία γίνεται αρχικά λανθασμένη διάγνωση.

Προτείνουν οι κλινικοί γιατροί να συζητούν με τους ασθενείς για προηγούμενες λανθασμένες διαγνώσεις, να συζητούν και να συμπάσχουν με τους ασθενείς τους σχετικά με τις επιπτώσεις σε αυτούς και να προσφέρουν στοχευμένη υποστήριξη για τη μείωση των μακροπρόθεσμων αρνητικών επιπτώσεων. Οι υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές για τους ασθενείς που αναφέρουν προηγούμενες λανθασμένες διαγνώσεις, γεγονός που μπορεί να μειώσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ζωή τους και τις σχέσεις τους με τους γιατρούς. Η εκπαίδευση μπορεί να μειώσει τις λανθασμένες διαγνώσεις ενθαρρύνοντας τους κλινικούς γιατρούς να εξετάζουν τη συστημική αυτοανοσία όταν αξιολογούν ασθενείς με πολλαπλά, φαινομενικά ασύνδετα, συμπτώματα σωματικής και ψυχικής υγείας.

Ο καθηγητής Felix Naughton, από το Κέντρο Ερευνών για την Υγεία σε όλη τη διάρκεια της ζωής στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ανέφερε σχετικά πως «η διάγνωση των αυτοάνοσων ρευματικών νοσημάτων μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά με την καλύτερη ενημέρωση των κλινικών γιατρών για τον τρόπο εμφάνισής τους, μπορούμε, ελπίζουμε, να μειώσουμε τον κίνδυνο λανθασμένων διαγνώσεων. Και ενώ δυστυχώς αναπόφευκτα θα εξακολουθούν να υπάρχουν ασθενείς που θα τύχουν λανθασμένης διάγνωσης, με τη σωστή υποστήριξη που θα υπάρχει, ίσως μπορέσουμε να μειώσουμε τις επιπτώσεις σε αυτούς».