Iatropedia

Διαβήτης: Το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή ανέρχεται σε 2.889 ευρώ

SONY DSC

Μια ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του διαβήτη στη χώρα μας, παρουσιάστηκε σήμερα σε ενημερωτική εκδήλωση που διοργανώθηκε από την MSD, η οποία αποτελεί μια από τις ηγέτιδες εταιρείες στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη παγκοσμίως. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), το κόστος ενός μη ρυθμισμένου ασθενούς είναι κατά τουλάχιστον 50% υψηλότερο σε σύγκριση με το ετήσιο κόστος για έναν ασθενή ο οποίος επιτυγχάνει ρύθμιση εντός των θεραπευτικών στόχων.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία πάθηση με εντεινόμενη νοσηρότητα, η οποία καθίσταται μείζον πρόβλημα για τη Δημόσια Υγεία. Η ρύθμιση του διαβήτη αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της μελλοντικής εξέλιξης της νόσου, της χρήσης υπηρεσιών Υγείας από την πλευρά του ασθενούς, και, φυσικά, του κόστους. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, το 3% έως 6% των συνολικών δαπανών Υγείας, δαπανώνται κάθε χρόνο για την αντιμετώπιση του διαβήτη.

Ο Οικονομολόγος Υγείας, Τομέας Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, κ. Κώστας Αθανασάκης, υπογράμμισε ότι το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή (ανεξαρτήτως ρύθμισης) ανέρχεται σε 2.889 ευρώ. Το μεγαλύτερο τμήμα της δαπάνης αφορά τις επιπλοκές της νόσου.

Σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, ένας σημαντικός παράγοντας που επιδρά στη ρύθμιση του ασθενούς εντός των θεραπευτικών στόχων είναι αφενός η πρόσβαση στην κατάλληλη αγωγή και αφετέρου, η συμμόρφωση σε αυτήν.
Παρουσιάζοντας στοιχεία από σχετική μελέτη της ΕΣΔΥ, ανέφερε ότι στην Ελλάδα μόλις το 62% των διαγνωσμένων ασθενών λαμβάνει κάποιου είδους θεραπεία και από αυτούς μόλις το 43% επιτυγχάνει τους θεραπευτικούς στόχους.
Ο κ. Αθανασάκης υπογράμμισε ότι η ορθή διαχείριση του ασθενούς και η πρόσβαση σε θεραπείες με αποδεδειγμένη κλινική αποτελεσματικότητα και οικονομική αποδοτικότητα (σχέση κόστους – οφέλους) μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη για τους πάσχοντες και το σύστημα Υγείας, σε όρους περιορισμού της νοσηρότητας αλλά και του οικονομικού φορτίου από τη νόσο.

Ο κ. Παναγιώτης Χαλβατσιώτης, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας με εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη, ΠΓΝ «Αττικόν», χαρακτήρισε την πάθηση ένα εντεινόμενο πρόβλημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, ο επιπολασμός του διαβήτη σε παγκόσμια κλίμακα είναι 7,9%. Αυτό σημαίνει ότι 387 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν, εκ των οποίων 46,3% είναι μη διαγνωσμένοι. Τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των ασθενών με διαβήτη θα φτάσει παγκοσμίως τα 592 εκατομμύρια το 2035, αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση 53% από το 2014.

Στην Ευρώπη 52 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με διαβήτη, εκ των οποίων 33,1% είναι μη διαγνωσμένοι. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη ανέρχεται σε 585.000, αριθμός που αναμένεται να εκτιναχθεί στις 714.000 μέσα στην επόμενη εικοσαετία (αύξηση 22%).

Ο καθηγητής επεσήμανε ότι υπάρχουν πολλές πλευρές στην πρόκληση που ονομάζεται διαβήτης, καθώς μεγάλο ποσοστό των πασχόντων (36,6%) παραμένουν αδιάγνωστοι και από τους διαγνωσμένους ασθενείς μόλις το 46% βρίσκονται εντός θεραπευτικών στόχων.

Ο κ. Haseeb Ahmad, Managing Director Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας της MSD, αναφέρθηκε στον ηγετικό ρόλο της εταιρείας στον τομέα του διαβήτη και όχι μόνον. Η MSD – εξήγησε – επενδύει ετησίως 6,5 δισ. δολάρια και 25 νέα προϊόντα της βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Οι ερευνητές της πραγματοποιούν έρευνες για νέα φάρμακα σε περισσότερες από 10 θεραπευτικές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο διαβήτης, η ογκολογία, η νόσος του Αλτσχάιμερ.

Ο κ. Ahmad υπογράμμισε ότι στον τομέα της αντιμετώπισης του διαβήτη, η MSD έχει συμβάλλει σημαντικά, κατέχοντας σήμερα ηγετική θέση παγκοσμίως. Φέτος, συμπληρώνονται 20 χρόνια από τότε η MSD παρουσίασε τον πρώτο αναστολέα του ενζύμου διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP – 4). Η σιταγλιπτίνη αποτέλεσε σταθμό στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το 2012, βραβεύτηκε ως το «Medicine of the Year 2012» από το «THE MAGAZINE OF PHARMACEUTICAL BUSINESS AND MARKETING». Το 2013 έλαβε διεθνή διάκριση ως “Brand of the Year” από το περιοδικό Pharmaceutical Executive.

Ταυτόχρονα, ο κ. Ahmad τόνισε ότι μόνο μέσω της συνεργασίας της Πολιτείας με εταιρείες σαν την MSD, που έχει να προσφέρει πάρα πολλά σε επίπεδο τεχνογνωσίας, μπορεί να σχεδιαστεί ένα νέο σύστημα υγείας, βασισμένο σε δείκτες κόστους – οφέλους, έτσι ώστε να μπορεί να είναι βιώσιμο. Οι καινοτομίες που μπορούν να προσφέρουν εταιρείες σαν την MSD, αποτελούν μονόδρομο για τη λειτουργία ενός συστήματος που θα προσφέρει ποιοτικές και αποδοτικές υπηρεσίες υγείας, πάντα με επίκεντρο τον ασθενή.

Ο κ. Λάζαρος Πουγγίας, MD, PhD, Ιατρικός Διευθυντής MSD Ελλάδας, ανέδειξε τη θεραπευτική αξία των αναστολέων διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης (DPP – 4) στον έλεγχο του σακχαρώδη διαβήτη. Επεσήμανε ότι η MSD έχει μια μακρά και άκρως επιτυχημένη ιστορία στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ενώ παρουσίασε και τα νέα «όπλα» που αναμένεται να κυκλοφορήσει η MSD στο εγγύς μέλλον για την αντιμετώπιση της νόσου.

Από την πρώτη ημέρα εμπορικής διάθεσης της σιταγλιπτίνης το 2006, που αποτέλεσε τον πρώτο αναστολέα της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης στις ΗΠΑ, η MSD συνέχισε τις συνεργασίες της με τους εταίρους της από την ακαδημαϊκή κοινότητα και τη βιομηχανία, ώστε να υπάρξει σύντομα πρόοδος στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων θεραπευτικών επιλογών.
Σε αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν νέα δεδομένα κλινικής μελέτης φάσης 3 για την ομαριγλιπτίνη, τον αναστολέα της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4 που χορηγείται μία φορά την εβδομάδα.

Σύμφωνα με τον κ. Πουγγία, η σιταγλιπτίνη αποτελεί σήμερα τον αναστολέα διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης με τη μεγαλύτερη κλινική εμπειρία, καθώς έχουν χορηγηθεί παγκοσμίως περισσότερες από 72 εκατομμύρια συνταγές!

Ο ιατρικός διευθυντής της MSD έκανε λόγο για νέες θεραπείες κατά του διαβήτη, οι οποίες αναμένεται να κυκλοφορήσουν στο εγγύς μέλλον. Μέσα στο 2017 – είπε – θα κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα η ομαριγλιπτίνη και η γλαργινική ινσουλίνη.

Η ομαριγλιπτίνη (ΜΚ – 3102) είναι ένας άπαξ εβδομαδιαίως αναστολέας της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4, ο οποίος χορηγείται κατά του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το πρόγραμμα ανάπτυξής του περιλαμβάνει δέκα μελέτες φάσης 3, στις οποίες συμμετέχουν 8.000 ασθενείς.

Η γλαργινική ινσουλίνη (ΜΚ – 1293), είναι μία υπό ανάπτυξη ινσουλίνη για τη θεραπεία ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2.

Σε εξέλιξη βρίσκεται και μία μελέτη φάσης 1 για την ανάπτυξη ενός τύπου ινσουλίνης (smart insulin), για τη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα με λιγότερες υπογλυκαιμίες.

Την ίδια ώρα, η MSD και η Pfizer έχουν συνάψει συμφωνία για συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο (με εξαίρεση την Ιαπωνία) για την ανάπτυξη και την εμπορική εκμετάλλευση της ερτουγλιφλοζίνης της Pfizer. Πρόκειται για έναν ερευνητικό, από του στόματος αναστολέα συμμεταφορέα γλυκόζης – νατρίου (SGLT2) για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το εν λόγω σκεύασμα διερευνάται σε επτά μελέτες φάσης 3.

Σχετικά με την MSD
Η MSD (Merck Sharp & Dohme) ξεκίνησε τη λειτουργία της στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2010 απασχολώντας σήμερα περισσότερους από 230 υπαλλήλους. Αποτελεί θυγατρική εταιρεία του πολυεθνικού Ομίλου Merck & Co, με έδρα το Kenilworth του New Jersey  που απασχολεί 74.000 εργαζομένους σε 140 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η εταιρεία λειτουργεί με την ονομασία Merck & Co., Inc., Kenilowrth, NJ. USA, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά και με την ονομασία MSD στην Ευρώπη.
Στόχος της MSD (Merck Sharp & Dohme) είναι να εκπληρώσει τη βασική της αποστολή: να είναι ο κόσμος καλά. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.msd.gr.

Η σιταγλιπτίνη ενδείκνυται ως συμπληρωματική της διατροφής και της άσκησης προκειμένου να βελτιωθεί ο γλυκαιμικός έλεγχος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σαν μονοθεραπεία όταν η μετφορμίνη αντενδείκνυται ή προκαλεί δυσανεξία, ή σε συνδυασμό με μετφορμίνη, σουλφονυλουρία ή έναν αγωνιστή PPARy, ή σαν συμπληρωματική θεραπεία σχήματος μετφορμίνης και σουλφονυλουρίας ή σχήματος αγωνιστή PPARy και μετφορμίνης, όταν το τρέχον θεραπευτικό σχήμα σε συνδυασμό με διατροφή και άσκηση, δεν βελτιώνει επαρκώς τον γλυκαιμικό έλεγχο. Η σιταγλιπτίνη ενδείκνυται επίσης σαν συμπληρωματική της ινσουλίνης (με και χωρίς μετφορμίνη), όταν η χρήση σταθερής δόσης ινσουλίνης σε συνδυασμό με άσκηση και διατροφή δεν βελτιώνουν επαρκώς τον γλυκαιμικό έλεγχο.