Iatropedia

Κορωνοϊός: Μετά το εξιτήριο από ΜΕΘ οι ασθενείς αντιμετωπίζουν σοβαρά μακροχρόνια προβλήματα

Τις τελευταίες ημέρες το ελληνικό ίντερνετ κατακλύζεται από συγκινητικές εικόνες ασθενών που βγαίνουν νικητές από τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ανάμεσα σε χειροκροτήματα και χαμόγελα. Πρόσφατες έρευνες, όμως, υποστηρίζουν ότι οι επιζήσαντες από τη βαριά νόσο που προκαλεί ο νέος κορονοϊός έχουν να διανύσουν μακρύ δρόμο μέχρι την πλήρη ίαση, ενώ κάποιοι μπορεί και να μην τα καταφέρουν...

Είναι γεγονός ότι η επιβίωση είναι το πιο σημαντικό για τους ασθενείς που νοσούν με βαριά συμπτώματα και επιπλοκές του κορωνοϊού. Μελέτη που έγινε στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία αναφέρει ότι το 67% των ασθενών που μπήκε σε αναπνευστήρα κατέληξε, ενώ άλλη μελέτη στην Κίνα διαπίστωσε ότι μόνο το 14% επέζησε από τη ΜΕΘ.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση για την εξάπλωση του κορωνοϊού, έχουν καταφέρει να πάρουν εξιτήριο από τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) 29 ασθενείς. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μεγάλη νίκη που κατάφεραν απέναντι στη νόσο και τον θάνατο, με τη βοήθεια των γιατρών και των νοσηλευτών τους. Ωστόσο, όπως αναφέρουν πρόσφατες έρευνες, κάποιοι από τους ασθενείς αυτούς μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα υγείας στη συνέχεια.

Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Science, ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ με σοβαρές επιπλοκές της νόσου COVID-19 και κυρίως όσοι βρέθηκαν σε αναπνευστήρα και μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, πιθανότητα θα αντιμετωπίσουν μακροχρόνιες επιπτώσεις από τον ίδιο τον ιό, αλλά και από τις επείγουσες θεραπείες που έλαβαν στη Μονάδα για να παραμείνου στη ζωή. Οι προσπάθειες των γιατρών επικεντρώνονται τώρα στο να ανακαλύψουν τρόπους να βοηθήσουν αυτούς τους ασθενείς να ανακάμψουν οριστικά από τη νόσο, μέσα στους επόμενους μήνες.

Κι ενώ η νόσος COVID-19 στέλνει στην ΜΕΘ ακόμη και νέους ή και υγιείς ανθρώπους, οι ηλικιωμένοι φαίνεται ότι είναι αυτοί που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο μακροχρόνιας βλάβης, υποστηρίζουν οι ειδικοί.

Δείτε επίσης – Κορωνοϊός: Παγκόσμια επιτυχία ελλήνων ερευνητών του Παστέρ ανοίγει τον δρόμο για νέα φάρμακα, εμβόλια και τεστ

Κορωνοϊός: Ποια προβλήματα υγείας αντιμετωπίζουν οι επιζήσαντες από COVID-19

Η επίθεση του κορωνοϊού στον οργανισμό είναι γενικευμένη. Στοχεύει κυρίως τους πνεύμονες, αλλά η στέρηση του οξυγόνου και η εκτεταμένη φλεγμονή μπορούν επίσης να προκαλέσουν βλάβες στους νεφρούς, το ήπαρ, την καρδιά, τον εγκέφαλο και άλλα όργανα.

Παρόλο που ακόμα είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για μόνιμες αναπηρίες, ενδείξεις που προέρχονται από τη μελέτη σοβαρών περιπτώσεων πνευμονίας σε ασθενείς, λένε ότι κάποιοι από αυτούς μπορεί να αναπτύξουν στη συνέχεια σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) και μακροχρόνια αναπνευστικά προβλήματα. Άλλες μελέτες έχουν αποδείξει, πάντως, ότι κάποιοι ασθενείς με ARDS μπορεί αργότερα να  ανακτήσουν τη λειτουργία των πνευμόνων τους.

Η σοβαρή φλεγμονή που προκαλεί η βαριά πνευμονία έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει στο μέλλον τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρών ασθενειών, (όπως καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική νόσο) κατά 4 φορές τον πρώτο χρόνο μετά την έξοδο από τη ΜΕΘ, αυξανόμενο κατά 1,5 φορά κάθε χρόνο για τα επόμενα 9 χρόνια.

Ορισμένοι από τους ασθενείς, επίσης, που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αναπνευστήρα, είναι επιρρεπείς στην εμφάνιση μυϊκής αδυναμίας και ατροφίας. Ασκήσεις φυσικοθεραπείας κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη ΜΕΘ θα μπορούσαν να έχουν ευεργετική επίδραση, όμως, η μολυσματικότητα της νόσου SARS-CoV-2 καθιστά απαγορευτική την παραμονή φυσικοθεραπευτών για την αποκατάστασή τους στις Μονάδες. Το θέμα γίνεται περισσότερο πολύπλοκο και εξαιτίας των ελλείψεων εξοπλισμού που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία σε όλες τις χώρες.

Έτσι, πολλοί από τους ασθενείς αυτούς, εξακολουθούν να έχουν ιιικό φορτίο και μετά την επιστροφή τους στο σπίτι, κι έτσι δεν μπορούν να επισκεφθούν κάποιο κέντρο αποκατάστασης ή να λάβουν φροντίδα στο σπίτι για αρκετό καιρό, με τραγικές συνέπειες για την αποθεραπεία τους.

Δείτε επίσης – Κορωνοϊός: Η κοινωνική απόσταση ίσως πρέπει να διατηρηθεί έως το 2022!

Κορωνοϊός: Ψυχολογικές, γνωστικές και νευρολογικές διαταραχές από την παραμονή στη ΜΕΘ

Ιδιαίτερα σοβαρές, όμως, φαίνεται να είναι και οι ψυχολογικές επιπτώσεις στους ασθενείς που βίωσαν την εμπειρία της καταστολής κατά την παραμονή τους σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και κυρίως τον κίνδυνο του θανάτου. Οι περισσότεροι από αυτούς μετά το εξιτήριο τους από το νοσοκομείο, υποφέρουν από σύνδρομο μετατραυματικού στρες. Μια μελέτη σε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στην εντατική με SARS διαπίστωσε ότι περισσότερο από το 1/3 αυτών εμφάνισε από μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους ένα χρόνο αργότερα.

Ένας άλλος κίνδυνος είναι το παραλήρημα -μια κατάσταση σύγχυσης της σκέψης-  που μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιες γνωστικές διαταραχές και διαταραχές μνήμης. Επιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Vanderbilt των ΗΠΑ, έχει συντάξει μελέτη που αποδεικνύει ότι τα παραπάνω προβλήματα ενδέχεται να οφείλονται στον ιό.

Τα ευρήματα τους στηρίζονται σε στοιχεία παλαιότερων μελετών που αποδεικνύουν ότι οι άλλοι κορωνοϊοί (SARS και MERS) μπορούν να διεισδύσουν άμεσα στον εγκέφαλο και να προκαλέσουν βλάβες. Η φλεγμονή στον οργανισμό φαίνεται να προκαλεί περιορισμό της ροής του αίματος προς τον εγκέφαλο και μόνιμες βλάβες στα εγκεφαλικά κύτταρα.

Δείτε επίσης – Κορωνοϊός: Δύο εταιρείες – κολοσσοί μπαίνουν στη μάχη για την ανακάλυψη του πανδημικού εμβολίου

Η χορήγηση ηρεμιστικών φαρμάκων (συχνά χρησιμοποιούνται βενζοδιαζεπίνες) για την καταστολή των βασανιστικών συμπτωμάτων του βήχα και την ανακούφιση του αναπνευστικού σωλήνα, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο παραληρήματος, λένε οι επιστήμονες που έχουν συντάξει τη μελέτη, οι οποίοι προτείνουν μείωση των φαρμάκων αυτών στη χαμηλότερη δυνατή δόση. Ταυτόχρονα εξετάζονται και τρόποι μείωσης της παραμονής στον αναπνευστήρα, αλλά και πιο αυστηρή επιλογή των ασθενών που μπαίνουν σε διασωλήνωση.

Η νέα παγκόσμια πραγματικότητα που έχει προκαλέσει ο ιός SARS-CoV-2 θα πρέπει να συμπεριλάβει στον προγραμματισμό της επόμενης μέρας, ένα ισχυρότερο σύστημα υποστήριξης για τους επιζήσαντες από τη νόσο COVID-19, καταλήγουν οι επιστήμονες.