Η γρίπη των πτηνών είναι οξεία μολυσματική νόσος που προσβάλει τα πτηνά τόσο της οργανωμένης πτηνοτροφίας όσο και τα περισσότερα είδη άγριων πτηνών. Αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές ασθένειες των πτηνών, ενώ κάποια στελέχη του ιού μπορούν να προσβάλουν και τον άνθρωπο. Η νόσος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία γύρω στο 1878 και ονομάστηκε «πανώλη» των πτηνών.
Το 1924-25 η νόσος αναγνωρίστηκε στις ΗΠΑ ως γρίπη των πτηνών και έκτοτε καταγράφηκαν κρούσματα σε διάφορες χώρες με σοβαρές οικονομικές συνέπειες στην πτηνοτροφία. Η εκδήλωση υψηλής παθογένειας γρίπης των πτηνών στην Ασία το 2004 είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση εκατομμυρίων πτηνών και τη μετάδοση της νόσου στην Ευρώπη και την Αφρική.
Επομένως, η γρίπη των πτηνών δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, όμως η τρέχουσα δυναμική της προκαλεί έντονη ανησυχία σε επιστήμονες και ειδικούς δημόσιας υγείας. Ο λόγος είναι ότι ο ιός δείχνει πλέον σημάδια μετατόπισης πέρα από τα πτηνά, προσβάλλοντας θηλαστικά και προσεγγίζοντας, ενδεχομένως, τον άνθρωπο.
Παρόλο που ο ιός H5 παραμένει επί του παρόντος χαμηλής πιθανότητας απειλή για μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι ακίνδυνος ή ότι επιτρέπεται εφησυχασμός· αντίθετα, απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση, αναφέρει στο Τhe Conversation η Νίκι Ικάνι (Nikki Ikani), Επίκουρη Καθηγήτρια Πληροφοριών και Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν και στο King’s College του Λονδίνου.
- Διαβάστε επίσης: Η γρίπη των πτηνών μπορεί να εξελιχθεί σε πανδημία χειρότερη της COVID εάν μεταλλαχθεί, λέει το Ινστιτούτο Παστέρ της Γαλλίας
Η σοβαρότητα της κατάστασης γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ιοί είναι εξαιρετικά παθογόνοι για το ζωικό βασίλειο. Μέχρι σήμερα, έχουν προκαλέσει άμεσο θάνατο σε πάνω από 9 εκ. πτηνά, ενώ εκατοντάδες εκατομμύρια άλλα έχουν οδηγηθεί σε θανάτωση, προκειμένου να αναχαιτιστεί η εξάπλωση της λοίμωξης.
Αυτό που ανησυχεί, ωστόσο, ιδιαίτερα τους επιστήμονες είναι η αυξανόμενη εξάπλωση του ιού στα θηλαστικά. Τουλάχιστον 74 είδη —από φώκιες μέχρι πολικές αρκούδες— έχουν προσβληθεί και έχουν καταλήξει.
Αυτά τα περιστατικά, μεμονωμένα μεν, δεν είναι τυχαία, σημειώνει η Νίκι Ικάνι, αλλά αποτελούν μέρος μιας «ευρύτερης μετατόπισης». Οι πυκνές πτηνοτροφικές μονάδες λειτουργούν ως επωαστήρια, δημιουργώντας ευκαιρίες στον ιό να «πηδά» σε διαφορετικά είδη.
Για παράδειγμα, σε πολλές περιοχές της Αμερικής, περισσότερα από χίλια κοπάδια βοοειδών διαγνώστηκαν θετικά το τελευταίο διάστημα, ενώ ίχνη του ιού ανιχνεύθηκαν ακόμη και στο γάλα — μια ιδιαίτερα ανησυχητική οδό εξάπλωσης. Κάθε τέτοιο «άλμα», από είδος σε είδος δηλαδή, μεταφράζεται από τους ειδικούς ως ένα νέο «σήμα» ότι ο ιός εξελίσσεται και προσαρμόζεται. Τέλος, παρά το γεγονός ότι τα ανθρώπινα κρούσματα παραμένουν σπάνια – 992 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις H5N1 παγκοσμίως από το 2003 – το ποσοστό θνησιμότητας παραμένει τρομακτικά υψηλό, αγγίζοντας το 50%.
Γρίπη των πτηνών: Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) προειδοποιεί
Στην Ευρώπη, από τον Σεπτέμβριο έως τα μέσα Νοεμβρίου 2025, εντοπίστηκαν 1.444 μολυσμένα άγρια πτηνά σε 26 χώρες, αριθμός σχεδόν τετραπλάσιος σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) προειδοποιεί ήδη για την εκτεταμένη παρουσία του ιού, καθώς οι αριθμοί παρουσιάζουν αυξητική τάση. Στις ΗΠΑ έχουν καταγραφεί 75 κρούσματα από το 2022, ενώ τον Νοέμβριο σημειώθηκε ο πρώτος θάνατος από έναν άλλο τύπο (H5N5) σε άτομο με προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας.
Στην Ευρώπη, αν και δεν έχουν αναφερθεί ακόμα ανθρώπινα κρούσματα, το ECDC τονίζει ότι η διασπορά σε ζώα αυξάνει νομοτελειακά τον κίνδυνο μετάδοσης στον άνθρωπο.
Το παράδοξο της υπόθεσης, σύμφωνα με την Ικάνι, είναι ότι, ενώ διαθέτουμε την τεχνική ικανότητα ανίχνευσης, η υποδομή έγκαιρου εντοπισμού της απειλής εμφανίζεται αποδυναμωμένη.
Οι υπηρεσίες που κάποτε χαρτογραφούσαν τα πρώιμα σήματα πανδημίας έχουν υποστεί σοβαρές περικοπές: μειωμένοι προϋπολογισμοί και έλλειψη προσωπικού έχουν καταστήσει τα συστήματα επιτήρησης ευάλωτα. Μάλιστα, μελέτη σε 31 ευρωπαϊκές χώρες υπογράμμισε ότι, παρά την εμπειρία της COVID-19, υπάρχει ακόμα ένα «κρίσιμο κενό στην ετοιμότητα» και προέτρεψε για τυποποιημένους δείκτες και ανοιχτά δεδομένα, ως βάση για οποιαδήποτε μελλοντική αντίδραση.
Αλλά και στην άλλη πλευρά του Αατλαντικού, η επιτήρηση από το CDC στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει δυσκολίες στη ροή των γενετικών δεδομένων για τον ιό στα ζώα, με αποτέλεσμα οι επιστήμονες να δίνουν μάχη με τον χρόνο για να παρακολουθήσουν τις μεταβολές του. Αυτή η εξασθένηση των θεσμικών αντανακλαστικών αντανακλάται και στην κοινή γνώμη.
Πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν θεωρούν τη γρίπη των πτηνών ως σημαντική απειλή. Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι τα συμπτώματα στον άνθρωπο μπορεί να είναι τόσο ήπια που να περνούν απαρατήρητα — όπως ένα περιστατικό σε εργαζόμενο γαλακτοκομείου φέτος, που αρχικά εκλήφθηκε ως απλή επιπεφυκίτιδα.
Φυσικά, αυτό δεν προεξοφλεί μια νέα πανδημία, ούτε σημαίνει ότι η μετάδοση σε άνθρωπο είναι επικείμενη. Οι υγειονομικές αρχές υπενθυμίζουν ότι ο ιός σπάνια προβαίνει σε τέτοια μετάλλαξη, ενώ σήμερα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι από ό,τι πριν το 2020, διαθέτοντας υποψήφια εμβόλια και σαφέστερα πρωτόκολλα.
Ωστόσο, υπάρχει ένας σημαντικός αστάθμητος παράγοντας, επισημαίνει η Ικάνι: η χαμηλή ανοσία του γενικού πληθυσμού στους ιούς H5. «Σε αντίθεση με την εποχική γρίπη, αν ο ιός καταφέρει να προσαρμοστεί για αποτελεσματική μετάδοση μεταξύ ανθρώπων, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές, καθώς ιστορικά τέτοιες επιδημίες έχουν αποβεί μοιραίες ακόμα και για υγιείς ενήλικες.
»Σε τελική ανάλυση, τα προβλήματα δεν είναι μόνο ιολογικά αλλά και δομικά, υπογραμμίζει η Ικάνι. Η ικανότητα μετατροπής των πρώιμων προειδοποιήσεων σε άμεση δράση αποτελεί τον αδύναμο κρίκο μιας αλυσίδας που κινδυνεύει να σπάσει λόγω γραφειοκρατίας και πολιτικής υποβάθμισης των κινδύνων».
Γρίπη των πτηνών – Αιτιολογία
Η γρίπη των πτηνών προκαλείται από έναν ιό τύπου Α, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των ορθομυξοϊών και έχει γενετικό υλικό RNA. Ο ιός αυτός διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες:
- στελέχη χαμηλής παθογένειας (LPAI), που συνήθως προκαλούν ήπια ή και καθόλου συμπτώματα, και
- στελέχη υψηλής παθογένειας (HPAI), τα οποία προκαλούν σοβαρή νόσο και μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλή θνησιμότητα στα μολυσμένα πτηνά.
Ο ιός προσβάλλει πολλά είδη εκτρεφόμενων πτηνών, όπως κοτόπουλα και γαλοπούλες, αλλά και άγρια πτηνά. Παράλληλα, μπορεί να μολύνει και ορισμένα θηλαστικά, μεταξύ των οποίων και τον άνθρωπο, αν και τα ανθρώπινα κρούσματα είναι σπάνια.
Η ταξινόμηση των στελεχών του ιού βασίζεται σε δύο πρωτεΐνες που βρίσκονται στην επιφάνειά του: την αιμοσυγκολλητίνη (Η) και τη νευραμινιδάση (Ν). Οι πρωτεΐνες αυτές βοηθούν τον ιό να προσκολλάται στα κύτταρα και να τα μολύνει.
Ένα από τα πιο γνωστά και επικίνδυνα στελέχη είναι το H5N1, υψηλής παθογένειας, το οποίο εμφανίστηκε το 2004 στην Ασία και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και την Αφρική. Το συγκεκριμένο στέλεχος προκάλεσε μεγάλες απώλειες σε πτηνά και καταγράφηκε και σε θηλαστικά, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει αποδειχθεί μετάδοση του ιού από τα πτηνά στον άνθρωπο.
Κλινική εικόνα
Η κλινική εικόνα της γρίπης των πτηνών διαφέρει σημαντικά και εξαρτάται από τη σοβαρότητα του στελέχους του ιού, το είδος των πτηνών που προσβάλλονται, τη γενική κατάσταση της υγείας τους και την ύπαρξη άλλων ταυτόχρονων λοιμώξεων.
Τα πτηνά που μολύνονται από στελέχη χαμηλής παθογένειας μπορεί να μην εμφανίσουν καθόλου συμπτώματα. Όταν υπάρχουν ήπια συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν ανορθωμένο πτέρωμα, μείωση της αυγοπαραγωγής και ήπια αναπνευστικά προβλήματα.
Αντίθετα, τα πτηνά που προσβάλλονται από στελέχη υψηλής παθογένειας, όπως το H5N1, μπορεί να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται έντονη αδυναμία, απότομη μείωση ή διακοπή της αυγοπαραγωγής, αυγά χωρίς ή με μαλακό κέλυφος, πρήξιμο στο κεφάλι, πρήξιμο και μελανό χρώμα στα καλλαιά, μειωμένη πρόσληψη τροφής, νευρικά και αναπνευστικά συμπτώματα, δυσκολία στην αναπνοή, διάρροια και αιμορραγίες κάτω από το δέρμα.
Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούνται αιφνίδιοι θάνατοι, ακόμη και χωρίς προηγούμενα εμφανή συμπτώματα, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας μπορεί να φτάσει έως και το 100%, συνήθως μέσα σε 48 ώρες από την εκδήλωση της νόσου.
Φωτογραφία: istock