Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών: το clawback για το 2025 αναμένεται να ξεπεράσει το 40%, ενώ για την πλειοψηφία των ασθενών με ΣΔ τύπου 2, η πρόσβαση σε τεχνολογίες όπως τα FGM και CGM δεν αποζημιώνεται καθόλου.
Με φόντο έναν ανεπαρκή προϋπολογισμό και την παντελή έλλειψη στρατηγικής αποζημίωσης, η πολιτεία φαίνεται να στέκεται αμέτοχη μπροστά στην πρόοδο της τεχνολογίας, αποκλείοντας ασθενείς από εργαλεία που σε άλλες χώρες θεωρούνται δεδομένα – και σωτήρια.
Αυτό δήλωσαν οι ομιλητές, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Η Καθηγήτρια Δάφνη Καϊτελίδου ανέλυσε το διεθνές και εθνικό τοπίο χρηματοδότησης του διαβήτη, ενώ όπως είπε, οι συνολικές δαπάνες για τη νόσο κυμαίνονται διεθνώς από 8% έως και 18% των προϋπολογισμών υγείας.
Ωστόσο, στην Ελλάδα, το clawback φρενάρει κάθε προσπάθεια ένταξης καινοτομίας. Όπως επισημάνθηκε, τα συστήματα καταγραφής γλυκόζης και οι αντλίες ινσουλίνης, ενώ βελτιώνουν ριζικά τη ρύθμιση του διαβήτη και μειώνουν τις επιπλοκές, παραμένουν απρόσιτα για την πλειοψηφία των ασθενών, ειδικά εκείνων με διαβήτη τύπου 2.
Η υποχρηματοδότηση στην κατηγορία Λ4 έχει προκαλέσει ασφυξία στους παρόχους, που βλέπουν τα ποσοστά αυτόματης επιστροφής (clawback) να ξεπερνούν το 20% ήδη από τον πρώτο μήνα εκκαθάρισης. Η αύξηση φτάνει σε εξοντωτικά επίπεδα έως και 40% μέχρι το τέλος του 2025, όπως είπαν οι ομιλητές.
Προτάσεις και παρεμβάσεις από τους επιστημονικούς και θεσμικούς φορείς
Ο Πρόεδρος του ΣΕΙΒ, Δημήτρης Νίκας, παρουσίασε συγκεκριμένες προτάσεις: αύξηση του προϋπολογισμού της κατηγορίας Λ4 κατά 18 εκατομμύρια ευρώ, με στόχο την ενίσχυση των επιμέρους υποκατηγοριών αλλά και τη δημιουργία νέας κατηγορίας (Λ4ε) για τους ασθενείς με ΣΔ τύπου 2.
Όπως ξεκαθάρισε, η αναμόρφωση του συστήματος πρέπει να συνοδευτεί από τον τερματισμό του clawback, προκρίνοντας ένα σύστημα αποζημίωσης βάσει της αξίας και της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, Κωνσταντίνος Μακρυλάκης, πρόσθεσε, πως οι νέες τεχνολογίες δεν είναι πολυτέλεια, αλλά βασικό εργαλείο για την πρόληψη επιπλοκών και την εξατομικευμένη φροντίδα. Η ΕΔΕ ζήτησε την αποζημίωση των CGM και για ασθενείς με ΣΔ2, με επιστημονικά τεκμηριωμένα κριτήρια και καθιέρωση εθνικού μητρώου διαβήτη.
Ανάλογη στάση κράτησε και η Γενική Γραμματέας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, Βασιλική Βασιλείου, η οποία επισήμανε την ανάγκη εκπαίδευσης ασθενών και επαγγελματιών υγείας, αλλά και τη θεσμοθέτηση της τηλε-συμβουλευτικής για την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών.
Από την πλευρά των συλλόγων ασθενών, η παρέμβαση του Χρήστου Δαραμήλα (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ) ήταν καταγγελτική: μόλις 90.000 άτομα λαμβάνουν μηνιαία ιατροτεχνολογικά προϊόντα, ενώ οι πραγματικοί πάσχοντες είναι πολλαπλάσιοι.
Ο ίδιος πρότεινε τη μεταφορά 37 εκατ. ευρώ από το πλεόνασμα του Υπουργείου Υγείας στη Λ4, με Υπουργική Απόφαση, χωρίς παρεμβολές.
Η Πρόεδρος της ΕΛΟΔΙ, Σοφία Τσιακάλου, έθεσε ζήτημα ισότητας και δικαιοσύνης στην πρόσβαση: «Τα καινοτόμα προϊόντα είναι ζωτικής σημασίας, όχι επιλογή. Η Ελλάδα πρέπει να πάψει να είναι ουραγός», όπως είπε.
Το διακύβευμα: Η τεχνολογία ως εργαλείο ζωής – ή αποκλεισμού
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι: είτε θα επενδύσει στη νέα εποχή διαχείρισης του διαβήτη, εξασφαλίζοντας αποζημίωση, εκπαίδευση και δίκαιη πρόσβαση, είτε θα συνεχίσει να αφήνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στο έλεος των επιπλοκών, της απουσίας τεχνολογίας και τελικά της υγειονομικής φτώχειας. Το 2025 μπορεί να είναι χρονιά σταθμός, ή μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, όπως επισήμαναν οι ομιλητές.