Iatropedia

Ανδρέας Ξανθός: Θα παρέμβουμε μεροληπτικά υπέρ του δημόσιου συστήματος Υγείας- Επικουρικό το ιδιωτικό

Να αυξήσει την "χωρητικότητα" του ΕΣΥ, να μεταρρυθμίσει εκ των έσω την Πρωτοβάθμια Φροντίδα ώστε να προαχθεί η πρόληψη και να παταχθεί η προκλητή ζήτηση, να μεροληπτήσει υπέρ του δημόσιας υγείας και να περιορίσει την ιδιωτική σε ρόλο "επικουρικό", να ελέγξει την είσοδο στην χώρα καινοτόμων φαρμάκων (!) και άλλα παρόμοια δήλωσε ότι έχει στα σχέδιά του να κάνει ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός μιλώντας σε συνέδριο στην Κρήτη.

Όπως ανέφερε ο κ. Ξανθός στην παρέμβασή του στο στρογγυλό τραπέζι για την ΠΦΥ στα πλαίσια του 18ου Παγκρήτιου Ιατρικού Συνεδρίου, «στη σημερινή συγκυρία επείγει να συνειδητοποιήσουμε όλοι τις δυσκολίες , τους περιορισμούς αλλά και τις δυνατότητες στη λειτουργία της Οικονομίας, της Δημόσιας Διοίκησης , του Κοινωνικού Κράτους και του Συστήματος Υγείας. Είναι τελείως ανεδαφική και ανεύθυνη μία προσέγγιση που επιμένει να αναπολεί ένα παρελθόν ανυπαρξίας μηχανισμών ελέγχου και πλήρους ασυδοσίας , που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία και, ειδικά στο Σύστημα Υγείας , σε ανεξέλεγκτη έκρηξη όλων των δαπανών υγείας και ιδιαίτερα της φαρμακευτικής δαπάνης».

Όπως πρόσθεσε ο υπουργός Υγείας, «εμείς προσπαθούμε να βρούμε μια καινούρια ισορροπία έχοντας, όμως, στο μυαλό μας κατά προτεραιότητα τις αυξημένες λόγω της κρίσης υγειονομικές ανάγκες των ανθρώπων, τη διασφάλιση της πρόσβασης όλων στις υπηρεσίες υγείας , και φυσικά την αναβάθμιση της δημόσιας περίθαλψης. Η απάντηση στην κρίση του Συστήματος Υγείας και στο αίτημα της καθολικής , ισότιμης και ποιοτικής φροντίδας είναι ένα οργανωμένο δημόσιο σύστημα Υγείας με επίκεντρο την ΠΦΥ . Αυτή είναι η απάντηση που έχει δώσει όλος ο πολιτισμένος κόσμος, όλες οι αναπτυγμένες ευρωπαικές χώρες. Η μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ που προωθούμε δεν είναι ούτε μνημονιακό σχέδιο, ούτε ιδεολογική εμμονή, αλλά όρος επιβίωσης του ΕΣΥ και ανασυγκρότησης της δημόσιας υγείας. Αυτό λέει η βιβλιογραφία, η επιστημονική τεκμηρίωση και με αυτό το στόχο φιλοδοξούμε να αναπτύξουμε τις νέες αποκεντρωμένες δημόσιες δομές ΠΦΥ ( Τοπικές Μονάδες Υγείας ) που με πυρήνα τον οικμογενειακό γιατρό και τη διεπιστημονική ομάδα υγείας μπορούν να προσφέρουν ευχερή πρόσβαση, ολιστική φροντίδα, τομεοποιημένες υπηρεσίες με κοινοτικό προσανατολισμό , πρόληψη και αγωγή υγείας , δικτύωση με δομές ψυχικής υγείας , με δομές αντιμετώπισης των εξαρτήσεων ή κοινωνικές δομές».

Και επισημαίνει με νόημα:

Παρά την κρίση, εξακολουθούμε να έχουμε ένα πολύ ισχυρό ιδιωτικό τομέα και υψηλή ιδιωτική δαπάνη υγείας: Η συμμετοχή των πολιτών στο συνολικό κόστος υγείας είναι περίπου στο 35% με 40% , όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στις ευρωπαϊκές χώρες είναι στο 20% με 25%. Σε αυτό το τοπίο, η δική μας πολιτική επιλογή δεν είναι να κάνουμε τους ρυθμιστές του ανταγωνισμού ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η απόψή μας είναι ότι πρέπει να παρέμβουμε μεροληπτικά υπέρ του δημόσιου συστήματος. Η βασική πολιτική μας επιλογή είναι η «μεροληψία» υπέρ του Δημοσίου και η επικουρικότητα του Ιδιωτικού Τομέα . Πιστεύουμε ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε την αντοχή και την αξιοπρέπεια όλου του συστήματος υγείας, την ποιότητα των υπηρεσιών και την καλύτερη φροντίδα για τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σχέδιο περιορίζει σε ένα βαθμό το ρόλο του ιδιωτικού τομέα. Θεωρούμε όμως ότι η Πολιτεία έχει το δικαίωμα και τη υποχρέωση να ανασυγκροτήσει την ΠΦΥ με όρους Δημοσίου Συστήματος Υγείας. Θεωρούμε ότι το κράτος έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να διευρύνει το ρόλο και την επιρροή του ΕΣΥ σ’ ένα πεδίο που είχε εκχωρηθεί επί δεκαετίες προνομιακά στον ιδιωτικό και κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα υγείας. Είμαστε προσηλωμένοι σε ένα πολιτικό σχέδιο που φιλοδοξεί να αυξήσει τη «χωρητικότητα» ( capacity ) του ΕΣΥ το οποίο θα συμπληρώνεται όπου χρειάζεται από ένα ιδιωτικό τομέα με κανόνες και έλεγχο και το οποίο θα στηρίζει την οικονομική του βιωσιμότητα στη στη συνέργεια των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού και της Κοινωνικής Ασφάλισης ( ΕΟΠΥΥ) . Πιστεύουμε όμως ότι χρειαζόμαστε και ένα νέο δημόσιο σύστημα υγείας , με ορθολογική λειτουργία , με ποιότητα και αποτελεσματικότητα και όχι με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Με δείκτες, με κριτήρια, με συμβόλαια αποδοτικότητας, με αξιολόγηση των δομών και των υπηρεσιών. Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στο Κράτος, τους επαγγελματίες υγείας , τους ιδιώτες παρόχους και την κοινωνία .

Το σύστημα υγείας είναι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό νοσοκομειοκεντρικό, ιατροκεντρικό και επικεντρωμένο στη θεραπεία. Η πρωτοβάθμια φροντίδα επιτρέπει να αρθούν αυτές οι δομικές στρεβλώσεις του συστήματος και να πάμε σε μία πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση.

Για να διασφαλίσουμε την καθολική πρόσβαση, κάναμε μία πολύ κρίσιμη τομή στις αρχές του χρόνου: Είπαμε ότι η υγεία δεν μπορεί να εξαρτάται από το εργασιακό, ασφαλιστικό ή εισοδηματικό status των ανθρώπων. Η υγειονομική κάλυψη των ανασφάλιστων αποτελεί μια πολύ σημαντική παρέμβαση στην προσέγγιση της υγείας ως κοινωνικού αγαθού που οφείλει η πολιτεία να το παρέχει σε όλους , χωρίς διακρίσεις και με τη μικρότερη δυνατή οικονομική επιβάρυνση.

Η φαρμακευτική δαπάνη

Όσον αφορά το θέμα της φαρμακευτικής δαπάνης: Η δαπάνη είναι το γινόμενο του όγκου και της τιμής. Οι τιμές έχουν πέσει. Όσο πέφτουν οι τιμές τόσο αυξάνεται ο όγκος, αυτή είναι η αλήθεια. Επομένως πρέπει να δημιουργήσουμε έναν πιο αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου της ζήτησης και κατ’ επέκταση του όγκου. Αυτή είναι η απάντηση στην ανάγκη συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης , το ύψος της οποίας δυστυχώς, δεν είναι υπό διαπραγμάτευση σε αυτή τη φάση. Πρέπει να τηρήσουμε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαφόν μέχρι το 2018, ελπίζοντας ότι με την απεμπλοκή από αυτό το πολύ ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο του δημοσιονομικού προγράμματος που έχει θέσει τη χώρα μας σε καθεστώς επιτροπείας, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε περισσότερο «δημοσιονομικό χώρο» για αναβαθμισμένη κάλυψη των ιατροφαρμακευτικών και υγειονομικών μας αναγκών.

Ούτε όμως οι τιμές των πρωτοτύπων (on patend) φαρμάκων ανταποκρίνονται στα οικονομικά δεδομένα της χώρας. Δεν μπορεί να έρχονται τα ακριβά και καινοτόμα φάρμακα στην Ελλάδα χωρίς «φίλτρο», χωρίς ένα μηχανισμό αξιολόγησης φαρμακευτικής καινοτομίας, χωρίς HTA και να αποζημιώνονται σε δυσβάστακτες για το Σύστημα Υγείας τιμές . Δεν γίνεται. Εμείς θέλουμε να υπάρχει πρόσβαση των ανθρώπων στα καινούρια φάρμακα που σώζουν ζωές αλλά αυτό πρέπει να γίνει με όρους επιβίωσης του συστήματος υγείας και της χώρας. Και γι’ αυτό έχουμε πάρει πρωτοβουλίες. Ενεργοποιήσαμε την επιτροπή διαπραγμάτευσης του ΕΟΠΥΥ και κάναμε το πρώτο βήμα για διακρατικές συνεργασίες έτσι ώστε να ενισχυθεί η διαπραγματευτική ισχύς των χωρών της Ευρώπης και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού νότου. Η χώρα μας πρωτοστατεί σε αυτά. Κάνει συνεργασίες με την Κύπρο, τη Μάλτα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία. Έχει γίνει πολύ σημαντική, αθόρυβη δουλειά, υπάρχει σοβαρός σχεδιασμός που τον υλοποιούμε χωρίς όλα αυτά να τα διατυμπανίζουμε στα τηλεοπτικά κανάλια.

Ακόμα, όμως, και αυτή την περίοδο της οικονομικής στενότητας και των τρομερών περικοπών εξακολουθούν να υπάρχουν μηχανισμοί προκλητής ζήτησης και σπατάλης. Η υπέρβαση της δαπάνης δεν σημαίνει πάντα αυξημένες ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν. Θα αναφέρω το πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των διαγνωστικών εξετάσεων. Πέρυσι, μας επιβλήθηκε – ήταν προαπαιτούμενο για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης- μία δραματική, όντως, υποκοστολόγηση των εξετάσεων. Μεσοσταθμικά, στο 40%.

Τι συνέβη, λοιπόν; Από τη στιγμή που υποκοστολογήθηκε και μειώθηκε η δαπάνη για τις μικροβιολογικές εξετάσεις, εκτινάχθηκε η δαπάνη για τις απεικονιστικές. Και άρα χρειάζεται ενίσχυση των «φίλτρων» μέσω διαγνωστικών πρωτοκόλλων. Άλλο παράδειγμα: Μέσα στην κρίση, το κόστος της δαπάνης του ΕΟΠΥΥ για τα επιθέματα από 20 εκατομμύρια που ήταν το 2012, εκτοξεύθηκε στα 68 εκατομμύρια το 2015. Το συνένζυμο Q, ένα ειδικό υποτίθεται συμπλήρωμα διατροφής που δεν υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση για τη χρησιμότητά του, το 2012 είχε δαπάνη 8.000 ευρώ και το 2015 έφτασε στα 9.650.000. Αυτά γίνονται εν μέσω κρίσης.

Χρειάζεται, λοιπόν, να υπάρξει μια σοβαρή παρέμβαση, εννοείται με επιστημονικά κριτήρια και όχι με λογιστικά, και ο ΕΟΠΥΥ, η ΗΔΙΚΑ και οι υπόλοιπες υπηρεσίες να ενσωματώσουν μηχανισμούς αποτελεσματικού ελέγχου αυτής της προκλητής ζήτησης.Όσο αυτό δεν γίνεται τόσο θα διαιωνίζεται ο άδικος και ισοπεδωτικός μηχανισμός του claw back που πιέζει πολύ το μικρό εργαστήριο και τον έντιμο επαγγελματία υγείας.