Iatropedia

Αδιαφορία για τις κλινικές μελέτες και τα 2 δις ευρώ έσοδα που θα μπορούσαν να φέρουν

Ουραγός παραμένει η Ελλάδα στην κλινική έρευνα καθώς παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουν γίνει σε θεσμικό επίπεδο παραμένουν σοβαρά γραφειοκρατικά εμπόδια και στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να πραγματοποιούνται μόλις 2.000 κλινικές έρευνες. Αριθμός που θα μπορούσε να είναι 5 φορές μεγαλύτερος, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, αποφέροντας επενδύσεις ύψους 2 δις ευρώ στην χώρα, όπως αναφέρθηκε στο 4o Clinical Research Conference που ξεκίνησε χθες με τη συμμετοχή φορέων της Πολιτείας και φαρμακευτικής βιομηχανίας.

Στην ομιλία «Κλινικές μελέτες: Που καταλήγει ο δημόσιος διάλογος;», η Δρ. Βαρβάρα Μπαρούτσου, Chief Scientific Officer, Novartis Hellas ανέφερε ότι «μέσω των κλινικών μελετών περίπου 5.000 ασθενείς στην Ελλάδα έχουν πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα, ιδιαίτερα για σοβαρά, χρόνια ή και σπάνια νοσήματα όπου υπάρχουν ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες». Εστιάζοντας στα οφέλη από τις κλινικές μελέτες σημείωσε ότι είναι πολλαπλά και «αποτυπώνονται για τους ασθενείς, το ΕΣΥ, τους ερευνητές, τους νέους επιστήμονες, τα Νοσοκομεία, τις Αρχές Υγείας αλλά και για την εξοικονόμηση φαρμακευτικής και υγειονομικής δαπάνης». Όπως σημείωσε η κα Μπαρούτσου για την Ελλάδα «βρίσκονται προς έγκριση 217 νέες μελέτες οι οποίες προέρχονται κατά 67% από τη βιομηχανία και 33% από ακαδημαϊκές πρωτοβουλίες, σε εξέλιξη βρίσκονται 1.800 κλινικές μελέτες ενώ το 2014 εγκρίθηκαν 146 μελέτες και 595 τροποποιήσεις». Το παράδοξο στην Ελλάδα όπως ανέφερε είναι ότι «ενώ έχουμε επιστημονική παραγωγικότητα και βρισκόμαστε στη 18η θέση, παρόλα αυτά επενδύουμε μόνο το 0,5% του ΑΕΠ, ίσως γιατί δεν έχουμε κουλτούρα ανταγωνιστικότητας, ενώ θα μπορούσαμε με βάση τον πληθυσμό μας να διεκδικήσουμε επενδύσεις 2 δις σε σχέση με τα 35 δις που επενδύει η Ευρώπη».

Η κ. Μπαρούτσου επίσης ανέφερε ότι μία κλινική μελέτη:

1. Συνεπάγεται 3,5 θέσεις ερευνητικού προσωπικού ανά κλινικό κέντρο της μελέτης.

2. Αποτελεί άμεση επένδυση της τάξης των 250.000 ευρώ.

3. Αποφέρει έμμεσα οφέλη από δωρεάν φάρμακα και εξετάσεις περίπου 230.000 ευρώ.

4. Αποδίδει 50.000 ευρώ ανά νοσοκομείο και ΥΠΕ.

5. Αποδίδει 13.200 ευρώ στον ΕΟΦ.

Τέλος, ανέφερε ότι «οι προτάσεις προς την Πολιτεία επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα συγκρότησης ενός κεντρικού μηχανισμού συντονισμού και εποπτείας των Κλινικών Μελετών στο Υπουργείο Υγείας, και υιοθέτηση ενός σύγχρονου και σταθερού πλαισίου διεξαγωγής κλινικών μελετών, μέσω της κατάρτισης εθνικού σχεδίου δράσης και οδικού χάρτη έως το 2020» και κατέληξε ότι μεταξύ άλλων «είναι απαραίτητη η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, η ευαισθητοποίηση και συντονισμός όλου του εμπλεκομένου διοικητικού προσωπικού, η στελέχωση της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογία, η περαιτέρω ενίσχυση του Ε.Ο.Φ., τα αναπτυξιακά &φορολογικά κίνητρα για την Φαρμακευτική Βιομηχανία, η σύνδεση ανάπτυξης και βιωσιμότητας του ΕΣΥ με την κλινική έρευνα».

Στον χαιρετισμό του ο κ. Σπύρος Φιλιώτης, Αντιπρόεδρος Δ.Σ., ΣΦΕΕ και πρόεδρος στην Ειδική Επιτροπή Κλινικών Μελετών, ΣΦΕΕ και αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής της Pharmaserve – Lilly, τόνισε ότι «η κλινική έρευνα αποτελεί τεκμηριωμένα, βασικό μοχλό επιστημονικής και κοινωνικής προόδου και μια από τις παραγωγικές επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία για την Υγεία και την πραγματική οικονομία της χώρας. Στον Κλάδο του Φαρμάκου, η πρόθεση των εταιριών να επενδύσουν «μπλοκάρεται» από την άτακτη και καθυστερημένη ροή εγκρίσεων και πληρωμών από τους φορείς του δημοσίου, κάτι που επιδρά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας στο πεδίο της κλινικής έρευνας. Οι διορθωτικές κινήσεις είναι αναγκαίες ώστε να αξιοποιηθούν τα μεγάλα περιθώρια της επένδυσης που σήμερα αγγίζει μόνο τα 100 εκατ. ευρώ ετησίως, όταν η διεθνής φαρμακοβιομηχανία επενδύει στην Ευρώπη περίπου 35 δις ευρώ ενώ στο Βέλγιο τον προηγούμενο χρόνο επενδύθηκαν σε έρευνα 2 δισ. ευρώ. Ο ΣΦΕΕ έχει προτείνει βασικά βήματα που μπορούν να τριπλασιάσουν τις κλινικές μελέτες μέχρι το 2017, με τη δημιουργία δομής συντονισμού Κλινικής Έρευνας στο Υπουργείο Υγείας, την επικοινωνία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων, για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Η κ. Φαίη Κοσμοπούλου-Δεληγιάννη, γενική διευθύντρια της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) σημείωσε ότι «μέσω της ενδυνάμωσης της κλινικής έρευνας δίνεται οξυγόνο για την οικονομία και την χώρα. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία σήμερα επενδύει περί τα 30 εκατ. ευρώ ετησίως στην κλινική έρευνα, πέρα των γενόσημων και είναι ένας από τους σημαντικότερους ερευνητικούς κλάδους. Η επένδυση στην κλινική έρευνα, παράλληλα, μπορεί να αυξήσει μερίδια για το ελληνικό φάρμακο και στο εξωτερικό. Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες λόγω κυρίως των απαιτήσεων των δανειστών και την περαιτέρω μείωση των τιμών των γενοσήμων, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει την επένδυση στην καινοτομία και την κλινική έρευνα».

Ο κ. Γιάννης Ρούσσος, BSc, MSc MedPhys, πρόεδρος του Συλλόγου Επιχειρήσεων Διεξαγωγής Κλινικών Μελετών Ελλάδας (HACRO) εστίασε στον στόχο του Συλλόγου για το 2016 και σημείωσε ότι «εργαζόμαστε ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα το νομοθετικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία ενός κατ’ Ανάθεση Οργανισμού Έρευνας, όπως διαθέτουν πολλές Ευρωπαϊκές και άλλες χώρες, ο οποίος θα βοηθήσει στην εξυγίανση του χώρου». Η επιχειρηματικότητα στον χώρο της έρευνας τόνισε «δεν είναι μόνο μέσον απόκτησης κερδών, αλλά εμπεριέχει και την έννοια του λειτουργήματος και της προσφοράς στην κοινωνία. Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον θεσπίστηκαν οι κανόνες/κώδικες καλής λειτουργίας».

Ο πρόεδρος του HACRO και μέλος του ΔΣ του EUCROF, ανέφερε τα οφέλη των κλινικών μελετών που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν «την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες, τη δυνατότητα των ερευνητών να εκπαιδευτούν, εξοικειωθούν, μελετήσουν και χρησιμοποιήσουν τις νέες θεραπείες, πρακτικές, μεθόδους ή/και ιατρικά μηχανήματα αλλά και την εισροή ξένων κεφαλαίων και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στοιχεία πολύ σημαντικά για τις εποχές τις οποίες ζούμε».