Λιποθυμία: Πόσο ανησυχητική είναι;

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Τα συγκοπτικά ή λιποθυμικά επεισόδια είναι από τις συχνότερες αιτίες επίσκεψης των ενηλίκων, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, στο τμήμα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων ή σε ιδιωτικά ιατρεία, όπου η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει σε νοσηλεία ή περαιτέρω διερεύνηση με διενέργεια εξετάσεων, η οποία ταλαιπωρεί τον ασθενή και παράλληλα είναι εξαιρετικά δαπανηρή.

Η βελτίωση της πρόβλεψης του κινδύνου για συγκοπή και η διαχείρισή του θα βοηθούσε στον σχεδιασμό παρεμβάσεων για τη μείωση διενέργειας μη απαραίτητων εξετάσεων. Ωστόσο, προέχει η ασφάλεια και γι’ αυτό είναι αδιανόητη η μη διερεύνηση της αιτίας.

«Συγκοπή ή λιποθυμία είναι η αιφνίδια, παροδική απώλεια συνείδησης, συνοδευόμενη από απώλεια του ορθοστατικού τόνου και αυτόματη ανάνηψη, χωρίς ηλεκτρική ή φαρμακευτική ανάταξη. Οφείλεται σε ελάττωση της παροχής αίματος στον εγκέφαλο. Η διάγνωση της αιτιολογίας αποτελεί πρόκληση. Ένα σημαντικό ποσοστό συγκοπτικών επεισοδίων,  παρά τον ενδελεχή έλεγχο, παραμένει χωρίς σαφή αιτιολόγηση, οπότε και  έχει καλοήθη πρόγνωση. Όταν όμως η συγκοπή οφείλεται σε καρδιολογικά αίτια, η πρόγνωση είναι δυσμενέστερη και η ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης απαραίτητη», διευκρινίζει ο καρδιολόγος κ. Σταύρος Αλεξάκης, συνεργάτης του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης,

«Αρρυθμίες (όπως βραδυκαρδία ή επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας), δομικές καρδιακές βλάβες (όπως στένωση αορτικής βαλβίδας) και στεφανιαία νόσος, αποτελούν τους λόγους που τα λιποθυμικά επεισόδια προκύπτουν εξαιτίας καρδιακών προβλημάτων. Επιπλέον μπορεί να οφείλονται σε νευρολογικά αίτια (όπως π.χ. ισχαιμικό εγκεφαλικό ή κρίση επιληψίας), αλλά και σε αγγειοπαρασυμπαθητικά, μετά από έντονο πόνο, θέαση αίματος και στρες. Η ορθοστατική συγκοπή, η οποία προκαλείται από απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης όταν ο άνθρωπος από ύπτια θέση μεταβαίνει γρήγορα σε όρθια θέση, είναι άλλος ένας λόγος συγκοπτικού επεισοδίου και μπορεί να οφείλεται σε λήψη φαρμάκων, όπως διουρητικά ή αντιπυρετικά φάρμακα», προσθέτει.

Οι αιτίες της συγκοπής διαφέρουν από ηλικία σε ηλικία. Ο επιπολασμός της συγκοπής αυξάνεται με τη γήρανση και υπερβαίνει το 20% σε άτομα ηλικίας ≥ 75 ετών. Οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας με συγκοπή έχουν κατά μέσο όρο 3,5 φορές περισσότερες χρόνιες παθήσεις και λαμβάνουν 3 φορές περισσότερα φάρμακα από το γενικό πληθυσμό, παράγοντες που συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα της αξιολόγησης και της διαχείρισης των λιποθυμικών επεισοδίων σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Εκτός από την πολυνοσηρότητα και την πολυφαρμακία, υπάρχουν επίσης αλλαγές που σχετίζονται με τη δομή και τη λειτουργία της καρδιάς λόγω ηλικίας, οι οποίες συμβάλλουν στην υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης και τον επιπολασμό της συγκοπής στους ηλικιωμένους.

Μεταξύ όλων, οι αρρυθμίες και οι διαρθρωτικές καρδιαγγειακές αιτίες ευθύνονται για τη μειονότητα των περιστατικών.

«Για τη διάγνωση είναι σημαντικό να γνωρίζει ο καρδιολόγος το ιστορικό του επεισοδίου, τα πρόδρομα συμπτώματα, όπως ζάλη, ναυτία, πόνος, θολή όραση, εφίδρωση κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, καθώς και εάν προέκυψε σύγχυση ή παρατεταμένοι σπασμοί μετά απ’ αυτό. Οι αρχικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται για τον αποκλεισμό των καρδιακών αιτιών είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, ο αιματολογικός έλεγχος και πιθανόν 24ωρη καταγραφή της δραστηριότητας της  καρδιάς», επισημαίνει ο κ. Αλεξάκης.

Η αιφνίδια απώλεια συνείδησης είναι επικίνδυνη τόσο για τον ίδιο τον ασθενή όσο και για το περιβάλλον του. Εάν π.χ. συμβεί κατά τη διάρκεια οδήγησης μπορεί να προκαλέσει σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο του χειριστή ή / και άλλων ανθρώπων, αλλά και σημαντικές υλικές ζημιές. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν αποχή από την οδήγηση για μέχρι και 6 μήνες μετά από επεισόδιο συγκοπής και επανέναρξη αν το επεισόδιο δεν επαναληφθεί κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού πλαισίου.

«Δεδομένου ότι ο αριθμός των υπερηλίκων συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως, τα συγκοπτικά επεισόδια παραμένουν μια σημαντική περίπλοκη κατάσταση που απαιτεί μελέτη από ειδικούς, προκειμένου να ερευνηθούν οι πιθανές αιτίες και να εφαρμοστούν οι καλύτερες θεραπευτικές παρεμβάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί η υψηλής ποιότητας φροντίδα αυτού του ευάλωτου πληθυσμού», σημειώνει ο κ. Αλεξάκης.

Όμως οι λιποθυμίες δεν προκύπτουν μόνο στους ηλικιωμένους, αλλά και στα παιδιά και στους νέους. Βέβαια, η πλειοψηφία τους δεν οφείλεται σε καρδιακή νόσο ή σημαντική αρρυθμία, αλλά σίγουρα απαιτείται έλεγχος προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο καρδιακής αιτιολογίας. Η προσεκτική κλινική εξέταση, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού, η διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος (για τον έλεγχο του μη φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού ,το σύνδρομο μακρού QT – μια πάθηση που δύναται να προκαλέσει αιφνίδιο θάνατο – και ενδείξεις πιθανής ύπαρξης άλλων νόσων ικανών να προκαλέσουν επικίνδυνες για τη ζωή αρρυθμίες) θα ολοκληρώσει τον αρχικό έλεγχο. Όπως συμβαίνει και με τους ηλικιωμένους, οι επιπλέον εξετάσεις που ενδεχομένως απαιτηθούν για τον αποκλεισμό άλλων αιτιών που οδήγησαν στο συγκοπτικό επεισόδιο είναι το υπερηχοκαρδιογράφημα, η δοκιμασία κοπώσεως και το  Holter ρυθμού.

Όταν τα αίτια είναι καρδιολογικής φύσεως υπάρχουν επεμβατικές μέθοδοι που επιτρέπουν τη διόρθωση του προβλήματος, ενώ όταν είναι αγγειοπαρασυμπαθητικά ή οφείλονται σε ορθοστατική υπόταση συστήνεται απλά η αποφυγή της αιτίας που προκαλεί τη λιποθυμία.

«Η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που λιποθυμά είναι ο έλεγχος της αναπνοής του και η τοποθέτησή του σε ύπτια θέση, με τα πόδια σε υψηλότερη θέση από το υπόλοιπο σώμα, καθώς η στάση αυτή βοηθά στην καλύτερη αιμάτωση του εγκεφάλου. Αφού το άτομο επανέλθει, είναι καλό να μην μετακινηθεί ούτε να ανασηκωθεί για τουλάχιστον 15 λεπτά, εφόσον οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, π.χ. δεν βρίσκεται στο πεζοδρόμιο μεσημέρι καλοκαιριού», καταλήγει ο κ. Αλεξάκης.