Εθελοντική αιμοδοσία: ζήτημα ζωής; ζήτημα τιμής; ή και τα δύο

  • Iatropedia
Η εθελοντική αιμοδοσία αποτελεί πολύ σημαντικό κεφάλαιο για την υγεία στην ελληνική πραγματικότητα. Όπως προκύπτει από τα αρχεία της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρίας οι ανάγκες σε αίμα για τους Έλληνες ασθενείς είναι 600000-650000 μονάδες αίματος ετησίως.

Οι μονάδες αίματος που συλλέγονται προέρχονται από το συγγενικό περιβάλλον σε ποσοστό 50%, από εθελοντές σε ποσοστό 47% και από τις ένοπλες δυνάμεις σε ποσοστό 3% καλύπτοντας περίπου το 95% των αναγκών. Τα παραπάνω στοιχεία έρχονται σε αντίθεση με την Ευρώπη όπου σχεδόν το 100% των αναγκών προέρχεται από την εθελοντική αιμοδοσία, σημειώνεται δε ότι επιπλέον η Ελλάδα εισάγει αίμα από τον Ελβετικό Ερυθρό Σταυρό.

Η εθελοντική αιμοδοσία μπορεί να αποβεί σωτήρια σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, μεταξύ αυτών οι τραυματίες τροχαίων ατυχημάτων, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις καθώς και ασθενείς με αιματολογικά νοσήματα ή κακοήθη νοσήματα που λαμβάνουν θεραπεία με ιδιαίτερη αιματολογική τοξικότητα.

Το αίμα είναι το υγρό που κυκλοφορεί στο αγγειακό σύστημα του ανθρώπου και μεταφέρει στους ιστούς και τα όργανα οξυγόνο, θρεπτικά συστατικά και στοιχεία απαραίτητα για την ζωή ενώ παράλληλα απομακρύνει ουσίες επιβλαβείς για τον οργανισμό. Επιπλέον βοηθάει στην άμυνα και στην ανοσία του ανθρώπου μέσω της δράσης ειδικών υποτύπων κυττάρων και παραγώγων τους.

Το αίμα αποτελείται από έμμορφα συστατικά – κύτταρα διαφόρων τύπων (ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια) – και από ένα υγρό που τα εμπεριέχει, το πλάσμα. Τα συστατικά αυτά μπορούν να διαχωριστούν με κατάλληλες τεχνικές και στη συνέχεια να μεταγγιστούν σε ασθενείς με ανάλογες ανάγκες.

Κάθε υγιής ενήλικας μπορεί να γίνει αιμοδότης κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις:

Ηλικία: το κατώτατο όριο είναι τα 18 έτη και το ανώτερο τα 62.

Σωματικό βάρος: άτομα που ζυγίζουν λιγότερο από 50 κιλά δεν επιτρέπεται να δώσουν αίμα. Όσο λιγότερο ζυγίζει ένας δότης, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να έχει μια αντίδραση, όπως ζάλη και λιποθυμία. Αν και οι αντιδράσεις κατά την αιμοδοσία είναι σπάνιες, άτομα που ζυγίζουν μεταξύ 50 και 54 κιλά είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν κάποιες από αυτές.

Μεγάλη σημασία δίνεται στο ιατρικό ιστορικό των υποψήφιων εθελοντών αιμοδοτών:

Καρδιαγγειακά νοσήματα: άτομα με καρδιακή νόσο, βαλβιδοπάθειες, καρδιακές αρρυθμίες, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και ορισμένες παθήσεις του πνεύμονα δεν επιτρέπεται να δώσουν αίμα, εκτός εάν αυτό γίνει σύμφωνα με την συμβουλή του θεράποντα ιατρού τους.

Πρόσφατες χειρουργικές επεμβάσεις: άτομα που έχουν υποβληθεί πρόσφατα σε χειρουργική επέμβαση επιτρέπεται να δώσουν αίμα, όταν έχουν πλήρως αναρρώσει και έχουν αναλάβει πλήρη δραστηριότητα. Ωστόσο, εάν στα άτομα αυτά δόθηκε μετάγγιση κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, δεν επιτρέπεται να δώσουν αίμα για ένα έτος.

Εγκυμοσύνη: γυναίκες που δεν είναι έγκυες επιτρέπεται να δώσουν αίμα κατά τη διάρκεια της κύησης και για έξι εβδομάδες μετά το τέλος της εγκυμοσύνης.

Άλλες ιατρικές καταστάσεις: οι δυνητικοί δότες ρωτούνται αν αισθάνονται υγιείς και καλά την ημέρα της αιμοδοσίας.

Εκτός από το ιατρικό ιστορικό, οι δότες υποβάλλονται σε μια σύντομη κλινική εξέταση πριν από τη δωρεά αίματος για να ελεγχθούν πιθανοί λόγοι που θα τους αποκλείσουν από την αιμοδοσία:

Ζωτικά σημεία: ο σφυγμός, η αρτηριακή πίεση και η θερμοκρασία του δότη ελέγχονται πριν από τη δωρεά. Τα άτομα με πυρετό, υψηλή αρτηριακή πίεση, πολύ υψηλή ή πολύ χαμηλή καρδιακή συχνότητα, ή ακανόνιστο καρδιακό παλμό προσωρινά δεν επιτρέπεται να δώσουν αίμα.

Εξέταση αίματος: ένα μικρό δείγμα αίματος λαμβάνεται από ένα δάκτυλο και εξετάζεται για τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και την ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Αυτό γίνεται για να εξασφαλίσει ότι ο δότης δεν είναι αναιμία ή πιθανότητα να εμφανίσει αναιμία ή ανεπάρκεια σιδήρου, αφού δώσει αίμα. Τα άτομα με υπερβολικά χαμηλά επίπεδα προσωρινά δεν επιτρέπεται να δώσουν αίμα.

Κατά τη διάρκεια της αιμοδοσίας, αφαιρείται μία μονάδα αίματος (περίπου 500 mL).

Με τη βοήθεια ειδικής τεχνικής που ονομάζεται αφαίρεση καθίσταται δυνατό να συγκεντρωθούν συγκεκριμένα στοιχεία του αίματος κατά τη διάρκεια της αιμοδοσίας. Η αφαίρεση χρησιμοποιείται για να συλλέξει επιλεκτικά τα ερυθρά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια (συστατικά του αίματος που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος), το πλάσμα και τα κοκκιοκύτταρα (ένας τύπος λευκών αιμοσφαιρίων που καταπολεμούν τις λοιμώξεις).

Οι δότες είναι κατάλληλοι να ξαναδώσουν αίμα μετά χρονικό διάστημα όχι μικρότερο από 56 ημέρες από την προηγούμενη δωρεά τους. Ωστόσο, αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με το πόσο γρήγορα το σώμα του ατόμου είναι σε θέση να αναπληρώσει τα ερυθρά αιμοσφαίρια του. Ορισμένοι αιμοδότες, ιδίως γυναίκες που έχουν μακρά έμμηνο ρύση, δεν θα είναι σε θέση να δώσουν κάθε 56 ημέρες, επειδή τα αποθέματα σιδήρου τους δεν αρκούν για να αναπληρωθούν τα χαμένα ερυθρά αιμοσφαίρια.

Το αίμα δεν παράγεται τεχνητά ούτε αντικαθίσταται από κάτι άλλο. Είναι ζήτημα ζωής που αφορά όλους μας. Εάν ένας στους 20 έδινε αίμα μία φορά το χρόνο θα μπορούσε να δοθεί λύση στο μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης αίματος στη χώρα μας…

Κωνσταντίνος Β. Σακελλαρίου, MD

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

μάθετε τα πάντα για την ηπατίτιδα στην εγκυκλοπαίδεια του iatropedia

πέθαναν από μικρόβιο οι μισοί ασθενείς στο Λαικό λέει το bloomberg

γιατί οι γυναίκες τα «τσούζουν» ;

ανθρώπινο DNA ηλικίας 30.000 ετών

Οι έλληνες λατρεύουν το μέλι και τις θαυματουργές του ιδιότητες