Έρευνα για τον ρόλο του φαρμακοποιού στην Σκωτία

  • Iatropedia
Η Σκωτία είναι από τις πρώτες χώρες διεθνώς που έχουν νομοθετήσει διευρυμένο ρόλο για τους φαρμακοποιούς της κοινότητας, πέρα βέβαια από τη διάδοση της Κλινικής Φαρμακευτικής στα νοσοκομεία της. Οι συγγραφείς έρευνας, βασιζόμενοι στα μέχρι σήμερα επιστημονικά δεδομένα εξέτασαν την εξής υπόθεση: Το screening των ασθενών των ιατρείων ώστε να αναγνωριστούν όσοι λαμβάνουν φάρμακα υψηλού κινδύνου και στη συνέχεια η κατάλληλη παρέμβαση ώστε να ελαχιστοποιηθεί αυτός ο κίνδυνος, θα μπορούσαν να μειώσουν το ποσοστό της ιατρογενούς νοσηρότητας που σχετίζεται με αυτά τα φάρμακα.

της Μαρίας Τσιλιμιγκάκη,

από παρουσίαση εργασίας του Διαμαντή Κλιμεντίδη, φαρμακοποιού,

Πρόκειται για την έρευνα που διεξήγαγαν φαρμακοποιοί του NHS Highland της Σκωτίας με τη συμμετοχή 16 ιατρείων πρωτοβάθμιας φροντίδας (GP practices).

Για να πετύχουν τον στόχο τους, οι ερευνητές αρχικά κατάρτισαν μια σύντομη λίστα φαρμάκων υψηλού κινδύνου για τα οποία το όφελος από τη διεξαγωγή φαρμακευτικών ανασκοπήσεων είναι το μέγιστο δυνατό. Άλλωστε, η φαρμακευτική ανασκόπηση είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και παρότι θα ήταν το ιδανικό να μπορούσε να διεξαχθεί για το σύνολο των ασθενών, στην πράξη αυτό είναι αδύνατο λόγω περιορισμένων ανθρώπινων πόρων κυρίως.

Έτσι, πρέπει να προκαθορίζονται κριτήρια για την συμπερίληψη των ασθενών σε τέτοιες διαδικασίες (παρόμοια διεργασία ακολουθείται για κάποια medication reviews που διεξάγονται στην Αγία Αικατερίνη, κάτι που παρουσιάσαμε στο7o Πανελλήνιο Συνέδριο Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Απρίλιο και θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε περισσότερο αναλυτικά σε επόμενη δημοσίευση εδώ).

Τα αποτελέσματα:

Αναλύθηκαν τα δεδομένα 38.399 ασθενών, εκ των οποίων το 9,5% (3.643) λάμβαναν ένα ή περισσότερα φάρμακα υψηλού κινδύνου. Για την πλειοψηφία εξ αυτών (87,4%) ο κλινικός φαρμακοποιός έκρινε ότι τα φάρμακα και η παρακολούθηση ήταν κατάλληλα για την περίσταση, με το αναμενόμενο όφελος να υπερτερεί του κινδύνου. Σύσταση για διακοπή φαρμάκου ή τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής έγινε 459 φορές (κάποιοι ασθενείς είχαν παραπάνω από μία συστάσεις), όμως 440 συμπεριλήφθηκαν τελικά στην ανάλυση καθώς οι 19 αφορούσαν ασθενείς που δεν βρέθηκαν στο follow-up. Εξ αυτών, η συντριπτική πλειοψηφία (413, 94%) αφορούσε ασθενείς άνω των 60 ετών.

Το ποσοστό αποδοχής των συστάσεων δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό: 214 έγιναν αποδεκτές, δηλαδή 49% επί του συνόλου, με τα ποσοστά να κυμαίνονται μεταξύ των διαφορετικών ιατρείων μεταξύ 20% και 80% και να οφείλονται άλλοτε σε απροθυμία των ασθενών να δεχθούν τις αλλαγές και άλλοτε στο χαμηλό βαθμό ενασχόλησης των ιατρών με την έρευνα.

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας αυτής είναι ότι υπήρξε follow-up έναν χρόνο μετά, σε μια προσπάθεια να καταγραφούν οι εκβάσεις των ασθενών.

Στην ομάδα των ασθενών για τους οποίους δεν έγιναν δεκτές οι αλλαγές, καταγράφηκαν 22 ανεπιθύμητες ενέργειες (ποσοστό 10%), εκ των οποίων οι 21 ήταν ακριβώς αυτές που προσπάθησε να αποτρέψει ο κλινικός φαρμακοποιός που διενέργησε την φαρμακευτική ανασκόπηση. Αντίθετα, στην ομάδα των 214 παρεμβάσεων που έγιναν αποδεκτές (128 αφορούσαν διακοπή φαρμάκου και 86 τροποποίηση) δεν καταγράφηκε καμία ανεπιθύμητη ενέργεια.

Η μελέτη αυτή απέδειξε ότι η διενέργεια φαρμακευτικών ανασκοπήσεων από κλινικό φαρμακοποιό είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Επίσης, κατάφερε να εντοπίσει 6 συνδυασμούς φαρμάκων/καταστάσεων που απαντώνται πιο συχνά και να τους προτείνει ως πιθανούς στόχους φαρμακευτικών ανασκοπήσεων, δοθείσης της ευκαιρίας.

Για περισσότερες πληροφορίες επάνω στην αρχική εργασία, επισκεφθείτε τοhttp://clinicalpharmacist.gr