Αποκαλυπτικό κείμενο για τα εμβόλια και την ιλαρά

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Το γεγονός ότι την περίοδο 2016 - 2017 έχουν καταγραφεί περισσότερα από 14.000 περιστατικά ιλαράς σε όλη την Ευρώπη και 43 θάνατοι, αλλά και στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 196 κρούσματα ιλαράς, με μεγαλύτερη συχνότητα στην Αττική και την Πελοπόννησο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού από ιατρική κοινότητα, Πολιτεία, πολιτικές δυνάμεις και ατομικά για τον καθένα από εμάς.

Με αφορμή την επιδημία ιλαράς, το τμήμα Υγείας – Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ δημοσίευσε ένα αποκαλυπτικό κείμενο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».

Όπως αναφέρουν, το τελευταίο διάστημα μεγαλώνει ο κατάλογος με κρούσματα της ιλαράς σε χώρες της Ευρώπης. Συνολικά, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, την περίοδο 2016 – 2017 έχουν καταγραφεί περισσότερα από 14.000 περιστατικά σε όλη την Ευρώπη και 43 θάνατοι.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία, έχουν καταγραφεί 196 κρούσματα ιλαράς, με μεγαλύτερη συχνότητα στην Αττική και την Πελοπόννησο. Πρόκειται κυρίως για μικρά παιδιά από κοινότητες των Ρομά, καθώς και άτομα ηλικίας 25 – 44 ετών από τον γενικό πληθυσμό, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και επαγγελματίες Υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.

Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε σε φάση επιδημίας και της ανάγκης να θωρακιστεί αποτελεσματικά ο πληθυσμός έναντι της ιλαράς. Μία νόσος που λόγω των επιπλοκών μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρές βλάβες στον οργανισμό, όπως κώφωση, εγκεφαλίτιδα, διανοητική παράλυση κ.ά., μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε απώλεια της ζωής.

Το πλέον ενδεδειγμένο μέτρο αποτελεσματικής προστασίας είναι ο έγκαιρος και σύμφωνα με τις επιστημονικές οδηγίες εμβολιασμός του πληθυσμού. Σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, συστήνεται ο εμβολιασμός με το μεικτό εμβόλιο ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας (ΜΜR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.

Επίσης, όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν νοσήσει πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με τις 2 δόσεις του εμβολίου.

Σοβαρά προβλήματα από την απουσία πρόληψης και την πολιτική της «ατομικής ευθύνης»

Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο Υγείας, το ΚΕΕΛΠΝΟ έβγαλαν ανακοινώσεις, έδωσαν οδηγίες για την αντιμετώπιση της επιδημίας και τη θωράκιση του πληθυσμού. Ως προς τις επιστημονικές επισημάνσεις και κατευθύνσεις, δεν μπορεί κανείς να τις θέσει σε αμφισβήτηση, καθώς στο κάτω κάτω αποτελούν προϊόν μακρόχρονης επιστημονικής έρευνας και μελέτης.

Όμως, από τα καταγεγραμμένα στοιχεία και τις οδηγίες που εξέδωσε το υπουργείο και τα όσα συστήνουν οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, προκύπτουν σοβαρά προβλήματα στο πεδίο της εφαρμογής τους, που σε ένα μεγάλο βαθμό υπάρχει κίνδυνος να αποτελέσουν – για μια ακόμα φορά – «ασκήσεις επί χάρτου».

Είναι πολύ συγκεκριμένα τα ζητήματα ως προς αυτήν την εκτίμηση:
1. Διαπιστώνεται ότι το 80% περίπου των ατόμων που νόσησαν μέχρι τώρα προέρχονται από τις κοινότητες των Ρομά και μάλιστα με εκτίμηση ότι το 80% του συνολικού πληθυσμού είναι ανεμβολίαστο. Προκύπτει όμως το ερώτημα, αφού αυτό ήταν γνωστό πριν από την επιδημία γιατί το κράτος δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα; Τι φταίει που και η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, «καταγράφει» τα ποσοστά του ανεμβολίαστου πληθυσμού που προσβλήθηκαν από τη νόσο, που όμως αυτό είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του προβλήματος;

Η αιτία αφορά τη μεγάλη έλλειψη δημόσιων μονάδων της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της στελέχωσής τους, κινητών μονάδων, συστηματικών προγραμμάτων που θα εξασφαλίζουν την ενημέρωση, την εκπαίδευση για την αξία του εμβολιασμού, την επάρκεια σε εμβόλια και τον εμβολιασμό των κοινοτήτων των Ρομά, παίρνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους, όπως συνθήκες κατοικίας, διατροφής, συχνές μετακινήσεις, παιδιά εκτός σχολείου κ.λπ.

Όταν μονίμως καταγράφονται χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού σε αυτές τις κοινότητες το κράτος οφείλει να πάρει μέτρα, όπως δημιουργία δημόσιου μόνιμου αποκεντρωμένου ιατρείου μέσα στους αυτοτελείς καταυλισμούς των Ρομά, που ανάμεσα στις άλλες υπηρεσίες για τη δημόσια υγεία θα εξασφαλίζει και τον πλήρη εμβολιασμό.

Ουσιαστικά, στο συγκεκριμένο ζήτημα αντανακλάται το κοινό αντιλαϊκό στοιχείο όλων των αστικών κυβερνήσεων, δηλαδή η όλο και πιο περιορισμένη κρατική ευθύνη για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Γιατί μια ανάπτυξη τέτοιων δημόσιων δομών Υγείας και υπηρεσιών αποτελεί «κόστος», που είναι αντίθετο με τους στόχους της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης. Γι’ αυτό στο πεδίο της εφαρμογής κυριαρχεί το στοιχείο της «ατομικής ευθύνης».

2. Σε συνέντευξή του ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας ανέφερε ότι «το καμπανάκι χτυπάει για τις ηλικίες που δεν έχουν νοσήσει από ιλαρά και δεν έχουν ολοκληρώσει τη δεύτερη δόση του εμβολιασμού (…) Η λύση είναι η πρόληψη. Εμβολιασμός τώρα σε όσους πρέπει».
Το «όσοι πρέπει» διευκρινίζεται από την εγκύκλιο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας, που, όπως είδαμε και παραπάνω, συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας (MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις, έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν «ιστορικό νόσου», δηλαδή δεν έχουν νοσήσει, συνεπώς δεν έχουν αναπτύξει αντισώματα.

Προφανώς υπάρχουν επιστημονικά κριτήρια που προσδιορίζουν τις παραπάνω κατηγορίες του πληθυσμού που πρέπει να εμβολιαστούν, και μάλιστα άμεσα, όπως λέει η εγκύκλιος. Να, λοιπόν, που έφτασε η ώρα να υλοποιηθούν συγκεκριμένα – και σωστά – μέτρα για τη δημόσια υγεία, αλλά το ίδιο το κράτος «πετάει το μπαλάκι» στο λαό, στην «ατομική ευθύνη» να εκτιμήσει αν συγκαταλέγεται σε αυτούς που πρέπει να εμβολιαστούν.

Το να προσδιορίσει κάποιος την ηλικία του, είναι εύκολο. Αλλά ένας άνθρωπος 40 ή 47 χρόνων ο οποίος δεν έχει το βιβλιάριο υγείας που να πιστοποιεί αν έκανε τα εμβόλια ή όχι τι θα κάνει; Επίσης, ποιος μπορεί να «θυμάται» αν έχει νοσήσει ή όχι, ο ίδιος ή η μητέρα του που μπορεί να έχει πεθάνει ή λόγω ηλικίας να μη θυμάται; Μπορεί το «ναι» ή το «όχι» που δεν στηρίζεται σε επίσημο ιατρικό έγγραφο – πιστοποιητικό να αποτελεί κριτήριο για να εμβολιαστεί ή όχι; Αλλά και στη δυνατότητα της εξέτασης για τον έλεγχο ύπαρξης ή όχι αντισωμάτων, ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ψάξει σε ποιο δημόσιο νοσοκομείο γίνεται η εξέταση και όταν το βρει πιθανόν να υποστεί τα πολυήμερα ραντεβού για να την κάνει ή να εξαναγκαστεί να απευθυνθεί στον ιδιωτικό τομέα και να πληρώσει 20 ευρώ.

Το εμπορευματοποιημένο σύστημα Υγείας «μπάζει» από παντού
Ολα τα παραπάνω αντανακλούν τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος Υγείας που «μπάζει» από παντού, αφού χτίζεται με τα υλικά της ατομικής ευθύνης και της εμπορευματοποίησης. Ενός συνονθυλεύματος δομών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των ΜΚΟ κ.λπ. που όσο ενισχύεται ως τέτοιο, τόσο περισσότερο αδυνατίζει και πρακτικά γίνεται αδύνατη η εφαρμογή ενός κεντρικού σχεδίου για τη δημόσια υγεία, που μόνο ένα κρατικό ανεπτυγμένο σύστημα μπορεί να υλοποιήσει έχοντας στην πράξη την πλήρη ευθύνη. Σήμερα, στην περίπτωση των εμβολιασμών δεν γνωρίζει η «δεξιά» τι ποιεί η «αριστερά».

Όλα αυτά τα κριτήρια που έθεσε η εγκύκλιος του υπουργείου έπρεπε να μπορεί να τα απαντήσει το ίδιο το κράτος μέσω των αναπτυγμένων μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Π.χ. ένα πλήρως αναπτυγμένο και στελεχωμένο κρατικό Κέντρο Υγείας μπορεί να έχει καταγεγραμμένο στην περιοχή της ευθύνης του όλο το βρεφικό – παιδικό πληθυσμό, τους χρονίως πάσχοντες και το είδος της ασθένειάς τους, τον ηλικιωμένο πληθυσμό, τα ΑμεΑ, στους οποίους θα καταγράφει τις ανάγκες τους και εκτός των άλλων θα παρέχει τις υπηρεσίες πρόληψης, όπως οι εμβολιασμοί. Με μια τέτοια οργάνωση μπορούν να αντιμετωπιστούν σχεδιασμένα και αποτελεσματικά τόσο οι τρέχουσες ανάγκες όσο και οι έκτακτες όταν προκύψουν. Σήμερα, με την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού επιστημόνων όλων των ειδικοτήτων, με τη δυνατότητα της τεχνολογίας, ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε το κράτος να γνωρίζει ποιοι και πού πρέπει να εμβολιαστούν, σήμερα για την ιλαρά και εντός ολίγου για τη γρίπη και τον πνευμονιόκοκκο.

Το πρόβλημα δεν είναι αποτέλεσμα ενός κακού «τεχνικού» σχεδιασμού από την κυβέρνηση, αλλά του χαρακτήρα της ανάπτυξης και ποιον υπηρετεί. Ετσι, ενώ το κράτος είναι αποτελεσματικό στο να φτιάχνει σύγχρονους μηχανισμούς προκειμένου να ελέγχει την πιστή εφαρμογή της δραστικά περικομμένης δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, έχει «μαύρα μεσάνυχτα» για το πόσοι και ποιοι είναι ανεμβολίαστοι και κυρίως πώς θα εξασφαλίσει τον εμβολιασμό τους.

Καταλυτική η σύγκριση ανάμεσα στο «τότε» του σοσιαλισμού και στο «τώρα» του καπιταλισμού
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και 50 τουλάχιστον χρόνια αυτά τα προβλήματα που εμφανίζονται σήμερα ακόμα και στις «προηγμένες» χώρες στον καπιταλισμό, στις χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό ήταν λυμένα με καθολικό τρόπο, απολύτως δωρεάν, με ευθύνη του λαϊκού κράτους.
Η ευθύνη για την ιατρική παρακολούθηση του νεογέννητου παιδιού ανήκε στις οργανωμένες κρατικές μονάδες Υγείας, με τακτικές επισκέψεις της υγειονομικής ομάδας στο σπίτι, με σχεδιασμό και προγραμματισμό για όλα όσα απαιτούνταν για την υγιή ανάπτυξή του και όλα δωρεάν.

Το λαϊκό σύστημα Υγείας «πήγαινε» στο παιδί, στην οικογένεια, στο σχολείο, στα εργοστάσια κ.λπ. Οι ασθενείς και οι λαϊκές οικογένειες δεν περιπλανιόνταν για να βρουν πού θα πάνε για να «γιατρευτούν», όπως γίνεται στον καπιταλισμό, πληρώνοντας αδρά – με άμεσους και έμμεσους φόρους, συμπληρωμές, συμμετοχές, ασφαλιστικές εισφορές – αυτήν την «ελευθερία».
Είχαν καταφέρει να εξαλείψουν – με το εκτεταμένο κρατικό σύστημα πρόληψης – τα λοιμώδη νοσήματα. Αυτά άρχισαν να επανεμφανίζονται μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές, όταν η ανάπτυξη με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες πισωγύρισε με την επικράτηση του κριτηρίου του κέρδους.

Μια σύγκριση ανάμεσα στο «τότε» του σοσιαλισμού και στο «τώρα» του καπιταλισμού, με τις σημερινές τεράστιες δυνατότητες των κατακτήσεων της επιστήμης και της τεχνολογίας, είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα. Πάντα συγκρίνοντας τις λαϊκές ανάγκες και τις δυνατότητες ικανοποίησής τους.

Σημαντική η συνεισφορά των εμβολιασμών στη δημόσια υγεία
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με τη χρησιμότητα και την ασφάλεια που παρέχουν τα εμβόλια, που τροφοδοτείται από το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό «κίνημα», με αποτέλεσμα τη δημιουργία φόβου και διστακτικότητας στη χρήση τους σε ένα τμήμα του πληθυσμού. «Ακουμπάει» και υγειονομικούς, όπως επίσης και γονείς, που δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η άρνηση για τα εμβόλια παίρνει και ένα δήθεν «αντικαπιταλιστικό» χαρακτήρα, με το επιχείρημα ότι τα εμβόλια και η χρησιμότητά τους αποτελούν κατασκεύασμα της βιομηχανίας παραγωγής τους για να εξασφαλίσουν κέρδος.
Αποτελεί όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η πρόοδος στον τομέα της έρευνας, η ανακάλυψη των εμβολίων και κατ’ επέκταση η συστηματική και εκτεταμένη χρήση τους όχι μόνο συνέβαλαν να αυξηθεί σημαντικά ο μέσος όρος ζωής, μείωσαν τη θνησιμότητα, αλλά απάλλαξαν ολόκληρες γενιές από σοβαρές λοιμώδεις ασθένειες, π.χ. πολιομυελίτιδα. Αν ο εμβολιασμός σταματήσει ή αν ελαττωθεί η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού κάτω του 90%, ασθένειες που πιστεύεται ότι έχουν εξαλειφθεί, θα επανεμφανιστούν.

Αυτή η τάση αμφισβήτησης των εμβολίων αποκτά έδαφος όσο η ενημέρωση αποτελεί κυρίως ατομική ευθύνη. Όσο οι γονείς, στο έδαφος του ανεπαρκούς κρατικού συστήματος Υγείας, της έλλειψης συστηματικής ενημέρωσης από τους κρατικούς και επιστημονικούς φορείς, προσφεύγουν στα άγνωστης εγκυρότητας κείμενα του διαδικτύου, τόσο τείνει να γίνει «επιδημία» η υιοθέτηση τέτοιων επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία αναχρονιστικών θεωριών.

Η κυβέρνηση αξιοποιεί αυτές τις απόψεις για να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες για τα χάλια που επικρατούν στις δημόσιες μονάδες Υγείας και που φυσικά επιδρούν αρνητικά στη δημόσια υγεία. Πρόσφατα, ο υπουργός Υγείας επικαλέστηκε την «εκτίμηση επιστημόνων» ότι ο ανεμβολίαστος πληθυσμός είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του αντιεμβολιαστικού «κινήματος», προκειμένου να «βγάλει λάδι» την κυβερνητική πολιτική. Μήπως και το 80% των ανεμβολίαστων στις κοινότητες των Ρομά οφείλεται στις επιδράσεις του αντιεμβολιαστικού «κινήματος»;

Είναι γνωστό πως το κύριο κριτήριο της έρευνας, της παραγωγής και διακίνησης των εμβολίων είναι η εξασφάλιση του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό είναι που καθορίζει εάν και πότε θα γίνει έρευνα για κάποιο εμβόλιο, πότε θα μπει στη διαδικασία παραγωγής, πού και πότε θα πουληθεί.

Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η έρευνα και τα αποτελέσματά της, όπως είναι τα εμβόλια, έχουν συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των όρων ζωής και υγείας του λαού. Το γεγονός ότι στον καπιταλισμό οι βιομήχανοι κερδίζουν από τα εμβόλια δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί η χρήση τους, αλλά ότι πρέπει να καταργηθεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία και να γίνουν τα εμβόλια κοινωνικό αγαθό. Η δήθεν «αντικαπιταλιστική» άρνηση των εμβολίων αποτελεί συγκαλυμμένη αντιδραστική θεωρία διότι οδηγεί στην παραίτηση από την αξιοποίηση μιας κατάκτησης πολύ σοβαρής για την προάσπιση της υγείας των παιδιών και του λαού.
Μήπως και πίσω από τις «εναλλακτικές θεραπείες» που διαφημίζονται από το αντιεμβολιαστικό «κίνημα» δεν κρύβονται επιχειρηματικοί όμιλοι παραγωγής «εναλλακτικών φαρμάκων και θεραπειών»; Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει την απόρριψή τους, όταν είναι αποδεδειγμένα ωφέλιμες, ασφαλείς και αποτελεσματικές, αλλά την ανάγκη μετατροπής τους σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Η θέση του ΚΚΕ
Η διασφάλιση της δημόσιας υγείας μπορεί να επιτευχθεί με την πλήρη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Αυτό προϋποθέτει ο εμβολιασμός να αποτελεί κρατική ευθύνη και όχι ατομική.
Το ΚΚΕ είναι υπέρ της αξιοποίησης κάθε επιστημονικού επιτεύγματος, όπως είναι και τα εμβόλια, που βοηθάει στην πρόληψη προβλημάτων της υγείας του λαού και διεκδικεί τη δωρεάν και απρόσκοπτη αξιοποίησή του απ’ όλους με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια.
Ιδιαίτερα οι υγειονομικοί, λόγω της φύσης του επαγγέλματος, πρέπει να διεκδικήσουν από την κυβέρνηση όλα τα μέτρα προκειμένου να εμβολιάζονται όχι μόνο για την προστασία της υγείας των ίδιων και των οικογενειών τους αλλά και των ασθενών που συναναστρέφονται. Βασική προϋπόθεση είναι η στελέχωση των νοσοκομείων με γιατρούς εργασίας, που θα αναλαμβάνουν τη συστηματική καταγραφή και την παρακολούθηση της υγείας των εργαζομένων.
Από θέση «αρχής» απορρίπτουμε τις απόψεις του λεγόμενου «αντιεμβολιαστικού κινήματος», όπως επίσης εντοπίζουμε και τους κινδύνους από τη στιγμή που τα εμβόλια και τα φάρμακα αποτελούν καπιταλιστική ιδιοκτησία. Κίνδυνοι είτε από τη χρησιμοποίησή τους όταν δεν έχουν τηρηθεί όλοι οι κανόνες που θα διασφαλίζουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους είτε από τη δυσκολία των λαϊκών στρωμάτων να αξιοποιήσουν τα εμβόλια και τα φάρμακα για οικονομικούς λόγους, ελλιπούς ενημέρωσης κ.λπ.

Σήμερα, υπάρχουν όλες εκείνες οι υλικές προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται ένας ριζικά διαφορετικός δρόμος ανάπτυξης, που δεν αντιμετωπίζει τα εμβόλια και τα φάρμακα ως εμπόρευμα. Αυτό απαιτεί κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ανάπτυξη ενιαίου κρατικού φορέα έρευνας, παραγωγής, εισαγωγής και διακίνησής τους, με κριτήριο την καθολική και δωρεάν κάλυψη των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί και πρέπει να παλέψει για ολόπλευρη προστασία της υγείας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, να αποσπάσει κατακτήσεις.

Να παλέψει για:
-Να εξασφαλιστεί με ευθύνη του κράτους και των επιστημονικών φορέων η έγκαιρη, συνεχής και υπεύθυνη ενημέρωση των γονιών και συνολικά του πληθυσμού, σχετικά με τον εμβολιασμό.
-Καταγραφή και παρακολούθηση των εμβολιαστικών αναγκών, υποχρεωτικό και δωρεάν εμβολιασμό του πληθυσμού, των εργαζομένων στους χώρους της Υγείας και της Πρόνοιας, από τις δημόσιες μονάδες Υγείας. Να σταματήσει ο εμβολιασμός να είναι ατομική ευθύνη. Καμία απολύτως εμπλοκή των ΜΚΟ στους εμβολιασμούς.
-Εφοδιασμό των κρατικών μονάδων Υγείας με επαρκή αριθμό όλων των εμβολίων, με αποκλειστική ευθύνη και χρηματοδότηση του κράτους. Κρατικές κινητές μονάδες για τον εμβολιασμό κοινωνικών ομάδων όπως πρόσφυγες – μετανάστες, Ρομά, ηλικιωμένοι, ΑμεΑ, κ.λπ.
-Ένταξη στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού όλων των εμβολίων που είναι, επιστημονικά αποδεδειγμένα, ασφαλή και αποτελεσματικά. Να παρέχονται σε όλους δωρεάν, με αυστηρά και μόνο επιστημονικά κριτήρια. Η αποζημίωση όλων των εμβολίων να γίνεται με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού και όχι των ασφαλιστικών ταμείων.
-Άμεσες μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στα δημόσια νοσοκομεία και για τη στελέχωση και την πανελλαδική ανάπτυξη Κέντρων Υγείας.