Συνέχεια στο σκάνδαλο με την ζάχαρη – Καταρρέει η αξιοπιστία κάθε επιστημονικής έρευνας

  • Μιχάλης Θερμόπουλος
ζάχαρη
Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαιτητική πρόσληψη ζάχαρης, που δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, δεν πληρούν τα κριτήρια αξιοπιστίας, όπως αυτά έχουν οριστεί από την επιστημονική κοινότητα, αφού βρέθηκε ότι περιλαμβάνουν χαμηλής ποιότητας στοιχεία και ασυνεπείς συμβουλές.

Αυτό υποστηρίζουν οι συγγραφείς μιας νέας αναθεώρησης για τις έρευνες επάνω στην ζάχαρη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.

Η εκ των επικεφαλής ερευνητών Jennifer Erickson, από το πανεπιστήμιο της Μινεσότα στις ΗΠΑ και οι συνεργάτες της, υποστηρίζουν ότι η ανάλυσή τους καταρρίπτει τα συμπεράσματα τουλάχιστον εννέα παρελθοντικών ερευνών σχετικά με την ζάχαρη και τις οδηγίες για την κατανάλωσή της, όπως αυτές κοινοποιούνταν στον κόσμο μετά από κάθε έρευνα και οι οποίες εκδόθηκαν μεταξύ του 1995 και του 2016. Οι έρευνες αυτές κατέληξαν σε συνολικά 12 αναθεωρήσεις για την κατανάλωση ζάχαρης, επτά από τα οποίες βασίστηκαν σε ποιοτικά και πέντε σε ποσοτικά στοιχεία.

Σκεφτείτε ότι αυτές οι “επιστημονικές έρευνες” κατέληγαν να συνιστούν στον κόσμο να καταναλώνει ζάχαρη σε ποσότητα λιγότερο από το 5% έως και λιγότερο από 25% επί του συνόλου των ημερήσιων θερμίδων που “επιτρέπεται” να προέρχονται από «μη-εγγενή» σάκχαρα. Το τεράστιο εύρος των “επιστημονικών συμβουλών” που κυμαινόταν από το 5% έως το 25%, ήταν η πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτές τις έρευνες.

Η ερευνητική ομάδα της δρ Erickson υποστηρίζει ότι όλες αυτές οι έρευνες των τελευταίων 20 ετών δεν πληρούν τις προϋποθέσεις Αξιολόγησης των Κατευθυντήριων Γραμμών για την Έρευνα (Appraisal of Guidelines for Research and Evaluation – AGREE). Απέτυχαν δηλαδή να φτάσουν στα στάνταρντ “αυστηρότητας της ανάπτυξης, εφαρμογής και συντακτικής ανεξαρτησίας”, όπως αναφέρουν στην έκθεσή τους.

Η ορολογία διέφερε μεταξύ των κατευθυντήριων γραμμών, με κάποιες έρευνες να κάνουν αναφορά στα “ελεύθερα σάκχαρα” (που περιλαμβάνουν σάκχαρα που βρίσκονται στα φρούτα, το μέλι, καθώς και τα σάκχαρα που προστίθενται στα τρόφιμα και τα ποτά) και στα “πρόσθετα σάκχαρα” και σε συστάσεις για τα ζαχαρούχα ποτά.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι “προς το παρόν, δεν φαίνεται να υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οποιαδήποτε από τα συνιστώμενα όρια ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης ζάχαρης συνδέονται στενά με αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία”.

Η πολιτικοποίηση της επιστήμης

Όπως είχε αναδείξει το Iatropedia.gr πριν από αρκετό καιρό, το σκάνδαλο με τις έρευνες για την ζάχαρη και οι συνεπακόλουθες οδηγίες για την κατανάλωσή της, κινδυνεύει να γίνει ταφόπλακα στην αξιοπιστία του κοινού, όχι μόνο για τις έρευνες επάνω στην ζάχαρη, αλλά και για κάθε επιστημονική έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται από μεγάλους κερδοσκοπικούς οργανισμούς.

Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι οι οργανισμοί παγκόσμιας εμβέλειας δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν μια έρευνα, ξοδεύοντας πολλά εκατομμύρια, αν δεν μπορούν να “εξασφαλίσουν” ότι το συμπέρασμά της θα ενισχύει την επιχειρηματική τους θέση.

Η επικεφαλής ερευνήτρια, Jennifer Erickson, και η ομάδα της θέτουν, επίσης, υπό αμφισβήτηση ακόμα και την συντακτική ανεξαρτησία των επίσημων Διαιτητικών Οδηγιών για τους Αμερικανούς (DGA), όπως αυτές συντάσσονται και αναθεωρούνται κατά καιρούς με την σφραγίδα της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης. Αυτές οι οδηγίες έχουν θέσει το όριο της ημερήσιας πρόσληψης σακχάρων σε λιγότερο από το 10% των συνολικών θερμίδων. Η ερευνητική ομάδα της Erickson υποστηρίζει ότι η πηγή χρηματοδότησης των ερευνών που φτάνουν σε αυτό το συμπέρασμα ήταν “ασαφής”.

Η επιστημονική κοινότητα διχάζεται. Υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το να κρίνεται μια ποιοτική έρευνα βάση της αρχής AGREE είναι προβληματικό από μόνο του. Συγκεκριμένα οι δρ Schillinger και δρ Kearns υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια που θέτει η βάση AGREE έχουν σχεδιαστεί για κατευθυντήριες οδηγίες κλινικής πρακτικής στη θεραπεία κάποιας ασθένειας.

Λένε επίσης, ότι οι διατροφικές οδηγίες προορίζονται για τη μέτρηση του κινδύνου της κατανάλωσης (σ.σ. κάποιας τροφής) σε επίπεδο πληθυσμού και γι’ αυτό δεν πρέπει να αξιολογούνται βάση της αρχής AGREE.

Η ομάδα της Erickson, χρησιμοποιώντας το εργαλείο AGREE, υποβάθμισε την αξιοπιστία των κατευθυντήριων γραμμών από τις έρευνες των τελευταίων 20 ετών για την ζάχαρη.

Οι δρ Schillinger και δρ Kearns αναγνωρίζουν ότι η ανάλυση των κατευθυντήριων γραμμών είναι ευπρόσδεκτη, αλλά χαρακτηρίζουν την μελέτη της Erickson ως “πολιτικοποίηση της επιστήμης”.

Ως προς το τι μπορεί να γίνει για να μπορέσει το κοινό να πάρει αυθεντικές πληροφορίες σχετικά επίδραση της ζάχαρης για την υγεία, χωρίς πιθανή προκατάληψη στην έρευνα, οι δρ Schillinger και δρ Kearns λένε ότι πρέπει να γίνει μια αλλαγή στην πολιτική δημοσίευσης.

Σημειώνουν, για παράδειγμα, ότι οι επικεφαλής συντάκτες των επιστημονικών περιοδικών τα οποία επικυρώνουν και δημοσιεύουν τις επιστημονικές έρευνες, έχουν αρνηθεί να δημοσιεύσουν στο παρελθόν έρευνες/άρθρα που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία καπνού και προτείνουν ότι η ίδια στάση πρέπει να κρατηθεί και σε σχέση με τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών.

“Τα υψηλής ποιότητας επιστημονικά περιοδικά θα μπορούσαν να απέχουν από τη δημοσίευση μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία των προστιθέμενων σακχάρων που χρηματοδοτούνται από φορείς με εμπορικά συμφέροντα στην έκβαση της κάθε έρευνας”, αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Και οι φορείς χάραξης πολιτικής (σ.σ. η κυβέρνηση), όταν έρχονται αντιμέτωποι με ισχυρισμούς ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τη ζάχαρη βασίζονται σε “επιστημονικά σκουπίδια”, θα πρέπει να εξετάζουν το κατά πόσον οι έρευνες που το καταδεικνύουν αυτό, προέρχονται από την βιομηχανία του “γρήγορου φαγητού”.

http://www.medscape.com

Η θέση του Iatropedia.gr για τις πιθανές κατευθυνόμενες επιστημονικές έρευνες

Το Iatropedia.gr, όταν δημοσιεύει διεθνείς, ή ελληνικές επιστημονικές μελέτες, τις δημοσιεύει αυτούσιες, χωρίς σχόλια. Οι συντάκτες του δεν έχουν επιστημονική κατάρτιση και άποψη και ως εκ τούτου δεν δύνανται να ασκήσουν κριτική σε μελέτες που εκπονούν μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα και ινστιτούτα. Η αξιοπιστία και η κριτική τους γίνεται σε δεύτερο χρόνο από ειδικούς.